Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Μια ιστορία - Τρεις οπτικές γωνίες - Β μέρος


   Ώρες ατελείωτες αυτές που μετρούσε καθημερινά η κυρά Κάκια μέσα στον Οίκο Ευγηρίας. Πώς να περάσουν άλλωστε, αφού δεν ήθελε να απασχοληθεί με τίποτα, ούτε να μιλήσει με κανέναν; Λέξη δεν έβγαλε 5 χρόνια εκεί μέσα. Μόνο σκεφτόταν…
   Χρόνια ολόκληρα άκουγε για τους οίκους ευγηρίας του εξωτερικού, πως ήταν καλύτεροι, πιο καθαροί, πως πρόσεχαν περισσότερο τους ηλικιωμένους, πως η ζωή εκεί μέσα περνούσε πιο ευχάριστα λόγω των δραστηριοτήτων που είχαν καθιερώσει για να τους απασχολούν. Χρόνια ολόκληρα άκουγε πως ήταν τυχερή που είχε μεταναστεύσει στο εξωτερικό με τα τόσα προνόμια και παροχές που υπήρχαν εκεί γενικότερα.
   Δε βαριέσαι… Εκείνης της φαινόταν χειρότερα. Στο χωριό της, στην Ελλάδα, οι κάτοικοι γνώριζαν ο ένας τον άλλον. Δεν έκανε δυο βήματα και κάποιον θα χαιρετούσε. Αν χρειαζόταν βοήθεια πάντα κάποιος θα ήταν στο πλευρό της. Και το πιο σημαντικό, ζούσε όλη η οικογένεια μαζί κι ευτυχισμένη – οι πολυαγαπημένοι της γονείς και τα λατρεμένα της αδέλφια. Ενώ στα ξένα που βρέθηκε (που τη στείλανε δηλαδή, παρά τη θέλησή της, για παντρειά και μια καλύτερη ζωή), ένιωθε ξένη και μόνη. Τι κι αν υπήρχαν οι πολυτέλειες; Οι μεγάλοι δρόμοι, τα όμορφα μαγαζιά, πραγματικό σπίτι αντί για καλύβι; Άλλος τούτος ο τόπος. Άλλη κι η ζωή.
   Συχνά πυκνά έφερνε στο μυαλό της τη μέρα που της ανακοίνωσαν το άσχημο νέο. Θα ταξίδευε στο εξωτερικό. Θα παντρευόταν με έναν Έλληνα που εργαζόταν εκεί. Θα είχε ένα καλύτερο μέλλον. Θα έπρεπε να χαίρεται γι’ αυτό. Της έδειξαν φωτογραφία του. «Αυτός είναι», της είπαν και δε μέτρησε καθόλου ο δικός της λόγος…
   Κλάματα και θρήνοι. Ικεσίες μάταιες. Σύρθηκε στα πόδια του πατέρα, χιλιοφίλησε τα φουστάνια της μάνας. Τίποτα. Στο τέλος τους αποχαιρέτησε με μια αίσθηση πως δε θα τους ξανάβλεπε ποτέ πια. Πικρός ο αποχωρισμός και τα δάκρυα στέρεψαν μόνο όταν έφτασε στον προορισμό της. Θυμάται, ήταν δεν ήταν 18 χρονών…
   Όχι, δεν τους το συγχώρησε ποτέ. Ένιωθε πως την πέταξαν από το σπίτι, σαν ένα αντικείμενο που δεν το χρειάζονταν πια... Ο πόνος κι ο θυμός της μάλιστα, ήταν ακόμη μεγαλύτερος όταν αντίκριζε τα παιδιά της. Δυο παιδιά από έναν άντρα που δεν αγαπούσε και που της θύμιζαν συνεχώς την εξορία της. Της θύμιζαν επίσης τα δικά της παιδικά ευτυχισμένα χρόνια. Αυτά που διεκόπησαν τόσο απότομα και βίαια. Σαν να πίστευε πως μια ζωή θα παρέμενε παιδί, πως μια ζωή θα παρέμενε στο σπίτι των γονιών της.
   Πώς λοιπόν να μπορέσει να τα αγαπήσει; Πώς να τα αντικρίσει με το τρυφερό βλέμμα μιας μάνας; Δεν έχανε ευκαιρία να τα επιπλήττει, τους φερόταν αυστηρά και δε σήκωνε δεύτερη κουβέντα στις συζητήσεις τους.
   Παρόλα αυτά, σκεφτόταν, τα παιδιά έκαναν το παν για να την ευχαριστήσουν. Λούφαζαν σε μια γωνιά για ώρες κι όταν χρειαζόταν ήταν πρόθυμα να ικανοποιήσουν όλες τις απαιτήσεις της. Καλά παιδιά! Τους το αναγνώριζε. Θυμόταν τον εαυτό της και τα αδέλφια της, τη σκανταλιά τους, τα παιχνίδια τους. Ευτυχισμένα χρόνια που όμως τα δικά της παιδιά ποτέ δεν έζησαν.
   Ένιωθε ενοχές. Κι όχι μόνο αυτό. Συνειδητοποίησε πως στην πραγματικότητα υπήρχε η αγάπη γι’ αυτά. Τώρα το καταλάβαινε, δεν μπορεί μια μάνα να μην αγαπάει τα παιδιά της, όχι, ήταν αδύνατο αυτό. Υπήρχε η αγάπη, ο εγωισμός όμως δεν την άφηνε να πράξει αλλιώς.
   Τόσα χρόνια χαμένα! Θα είχε άραγε μια ευκαιρία πριν πεθάνει να τους ζητήσει συγνώμη, να δείξει την αγάπη της, να εξηγήσει;
   Την είχε, όταν την επισκέφτηκε ο γιος της. Ξεκίνησε κάπως έτσι: «Οι υπόλοιποι επισκέπτες χαμογελούν… Εσύ γιατί αγέλαστος, γιε μου;», ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα γερασμένα μάτια της. Δάκρυα που είχαν να εμφανιστούν από τα 18 της…
   
 (Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα http://samiakonvima.blogspot.gr/ στις 15 Σεπτεμβρίου 2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου