Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Μόνο τότε…


   Η Καίτη έκλεισε την πόρτα πίσω της δυνατά. Τόσο δυνατά, που ο θόρυβος θα ακούστηκε σίγουρα σε ολόκληρη την πολυκατοικία. Κατευθύνθηκε φουριόζα στην κουζίνα και άρχισε να τακτοποιεί νευρικά τις κατσαρόλες και τα πιατικά, με τέτοια μανία, που ήταν απορίας άξιον πώς δεν έσπασε τίποτα.
   Αυτή η κόρη της την έβγαζε από τα ρούχα της μερικές φορές. Τι μερικές φορές, δηλαδή; Τον τελευταίο καιρό δεν υπήρχε μέρα που να μην τσακωθούνε. Όλο απαιτήσεις, γκρίνια και τίποτα άλλο η μικρή. Να παίρνει αλλά να μη δίνει. Άσπρο της έλεγες, μαύρο αυτή. Μέρα εσύ, νύχτα αυτή. Η κατάσταση είχε γίνει πλέον ανυπόφορη. Το πιο τραγικό ήταν πως δεν έβλεπε πια καμιά δίοδο επικοινωνίας, καμιά ελπίδα να ομαλοποιηθεί η κατάσταση μεταξύ τους.
   Τα είχε δοκιμάσει όλα. Την είχε πάρει με το καλό, τάζοντάς της διάφορα για επιβράβευση όταν θα έκανε κάτι σωστό, όπως για παράδειγμα να καθαρίσει το δωμάτιό της. Την είχε πιάσει στο φιλότιμο, προσπαθώντας να της εξηγήσει κάποια πράγματα, μήπως τη συμμορφώσει. Της είχε εκδηλώσει όλη την αγάπη της, προσπαθώντας να την πείσει πως οι κανόνες μπαίνουν από αγάπη και μόνο, και πως μια μάνα θέλει μόνο το καλό για το παιδί της. Τέλος, την είχε πάρει με το άγριο, με φωνές και τιμωρίες έως ότου γίνει αυτό που έπρεπε. Τίποτα. Δεν είχε πιάσει τίποτα.
   Πόσο άχρηστη ένιωθε! Αυτή τη στιγμή ένιωθε πως ήταν η πιο άχρηστη μάνα του κόσμου. Υποτίθεται πως οι μαμάδες υπάρχουν για να συμβουλεύουν τα παιδιά τους, να μοιράζονται μαζί τους τη σοφία τους, να τα προσέχουν να μην ξεστρατίσουν από τον καλό το δρόμο, να τα μάθουν το σωστό και το λάθος, να τα διδάξουν ένα σωρό πράγματα, ώστε, τελικά, να διαμορφώσουν και μεγαλώσουν σωστούς ανθρώπους.
   «Από σένα πήρε, εγώ δεν ήμουν έτσι μικρός!», ακούστηκε κατηγορηματικός ο σύζυγός της.
   Η Καίτη ήταν ΄΄φτιαγμένη΄΄ για καυγά, αλλά δεν του έκανε τη χάρη απόψε. Είχε το δικό της νταλκά, δεν μπορούσε να ασχοληθεί και μαζί του. Τον αγνόησε, πήγε στο υπνοδωμάτιό της και κλείστηκε μέσα να μην ακούει και να μη βλέπει κανέναν.
   Όσο κι αν προσπαθούσε να αγνοήσει τα λόγια του συζύγου της, αυτά τριγυρνούσαν απρόσκλητα στο μυαλό της. Τώρα που το καλοσκεφτόταν, δεν είχε κι άδικο. Όχι ότι θα το παραδεχόταν ποτέ ανοιχτά, αλλά κι εκείνη έτσι αντιδραστική ήταν μικρή. Θυμάται τους αμέτρητους καυγάδες με τη μάνα της, τις εντάσεις, θυμάται πως έφυγε από το σπίτι στα δεκαοχτώ για σπουδές και δεν ξαναγύρισε ποτέ πια πίσω. Δεν πήγε ούτε στην κηδεία της, λίγα χρόνια αργότερα, γιατί ήταν ακόμα πολύ θυμωμένη μαζί της.
   Από όλους εκείνους τους ομηρικούς καυγάδες, της έχει μείνει η προφητική φράση της μάνας της: «μόνο όταν γίνεις κι εσύ μάνα θα με καταλάβεις!», μια φράση που τον τελευταίο καιρό σουλατσάρει συνεχώς στη σκέψη της και την πληγώνει, ίσως γιατί αρχίζει να συνειδητοποιεί τα δίκια της μητέρας της. Ίσως γιατί αρχίζει να συνειδητοποιεί το άδικο το δικό της, και το κρίμα της για την άρνηση εκείνου του στερνού ΄΄αντίο΄΄. Στο κάτω-κάτω της γραφής, μάνα της ήταν κι όφειλε να την αποχαιρετήσει, όπως και να είχαν τα πράγματα μεταξύ τους…
   Αν έφευγε για πάντα η δική της κόρη; Αν δεν την ξανάβλεπε ποτέ; Αυτή η ιδέα την τρομάζει. Την τρομάζει τόσο πολύ, που κάτι σπάει μέσα της. Η ψυχή της βαραίνει. Δάκρυα κυλούν από τα μάτια της καθώς ψιθυρίζει «αχ βρε μάνα, χίλια συγνώμη». Καταλαβαίνει πως άργησε, πως το τίμημα του εγωισμού της θα το πληρώνει μια ζωή. Αλλά, τουλάχιστον, τώρα ξέρει…

 (Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα http://samiakonvima.blogspot.gr/ στις 9 Ιουνίου 2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου