Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Όμορφα πράγματα συμβαίνουν…



                                  
                                                                                 πίνακας Μαρία Τάρταρη

   Επρόκειτο για έναν άνδρα μέσης ηλικίας, ούτε μεγάλο τον έλεγες αλλά ούτε και μικρό. Φορούσε καθημερινά ρούχα, λίγο λερωμένα, λίγο στραπατσαρισμένα σαν να είχανε να σιδερωθούνε χρόνια. Το πουκάμισό του στραβοκουμπωμένο, το ένα μανίκι ψηλά και το άλλο  αδιάφορα πεσμένο. Η ζώνη του παντελονιού του δεν ήταν καλά δεμένη και η μία άκρη της κρεμόταν προς τα κάτω. Το παντελόνι του, με μια μικρή τρύπα στο σημείο του γόνατου, βαμμένο από άλλο χρώμα αλλά και ξεβαμμένο.
   Το πρόσωπό του ελαφρώς αξύριστο, μαλλιά ανάκατα, η φωνή του τραχιά, τα χέρια του επίσης τραχιά. Μιλούσε με βαριά διάλεκτο, προφανώς ήταν από κάποιο χωριό. Φαινόταν άτομο χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις (δεν ήταν του Πανεπιστημίου, που συνηθίζουνε να λένε), μεροκαματιάρης ταλαίπωρος, ένας άνθρωπος που δεν θα τον έπιανε το μάτι σου υπό άλλες συνθήκες. Συμπέρανα από την όλη εμφάνιση πως μάλλον έκανε χειρωνακτική εργασία.
   Μαζί του κι ένα νεαρό αγόρι, το οποίο φαινόταν πως είχε μπει στην εφηβεία για τα καλά. Είχε ατίθασο βλέμμα, τη σπιρτάδα που συναντάς στα μάτια των παιδιών αυτής της ηλικίας, παρόλα αυτά η συμπεριφορά του (περισσότερο οι κινήσεις του σώματός του, θα έλεγα) έδειχνε σεβασμό προς τον άνδρα, ο οποίος υπέθεσα πως ήταν πατέρας του.
   Εκείνη τη μέρα οι δρόμοι μας συναντήθηκαν. Συναντήθηκαν διότι είχαμε ένα κοινό γνωστό, με τον οποίο είχα συναντηθεί λίγη ώρα νωρίτερα στην πλατεία της πόλης. Κι όπως κάναμε τον περίπατό μας στον εμπορικό δρόμο, τον είδαμε να καταφθάνει από απέναντι. Σταματήσαμε κι άρχισαν να συνομιλούν. Αυτό ήταν που μου έδωσε και το χρόνο να τον παρατηρήσω καλύτερα. Μου αρέσει να εστιάζω στους ανθρώπους, να τους παρατηρώ, να τους καταλαβαίνω, να προσπαθώ να ενώσω κομμάτια από το παζλ της ζωής τους. Αλλά αυτό το έχω ξαναπεί.
   Κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό του. «Η γυναίκα μου», μας είπε και απάντησε στην κλήση της. «Ναι μωρό μου» της είπε γλυκά κι αβίαστα, και παραξενεύτηκα. Πόσες φορές το ακούει μια γυναίκα αυτό στη ζωή της; Ελάχιστες υποθέτω. Πόσο μάλλον μετά από χρόνια γάμου. Σκέφτηκα πως θα ήτανε πολλές οι γυναίκες που θα τη ζήλευαν, αν ήξεραν, αυτήν την άγνωστη γυναίκα.
   Δεν μου διέφυγε η γκριμάτσα που έκανε ο γιος στο άκουσμα αυτού που είπε ο πατέρας του. Η γνωστή γκριμάτσα που κάνουν τα νεαρά παιδιά όταν αισθάνονται άσχημα για τους γονείς τους. Όταν νιώθουν ότι τους φέρνουν σε άβολη, δύσκολη θέση. Καμιά φορά κι όταν ντρέπονται για κάτι που έκαναν εκείνοι και που δεν θεωρείται αποδεκτό, ή τόσο αποδεκτό, για την δική τους εποχή. Τις αναγνωρίζω αυτές τις γκριμάτσες, τις έχω ξαναδεί σε αρκετά παιδιά. Τις θυμάμαι κιόλας, μεταξύ μας το αναφέρω και μην σας ξεφύγει κουβέντα, τις έκανα κι εγώ μια δυο φορές όταν ήμουν στην εφηβεία – και το φέρω βάρος στη συνείδησή μου ακόμα και μέχρι σήμερα.
   Το ζευγάρι μίλησε για δυο τρία λεπτά και κλείνοντας της είπε «Φιλάκια». Αυτός ο άνδρας με εξέπληξε και πάλι. Και πάλι ευχάριστα. Χαμογέλασα. Καμιά φορά συμβαίνουν όμορφα πράγματα εκεί που δεν το περιμένεις. Κι από κει που δεν το περιμένεις. Κι όμορφο πράγμα είναι να βλέπεις ανθρώπους να μιλάνε έτσι μεταξύ τους μετά από τόσα χρόνια γάμου. Να βλέπεις ότι υπάρχει ακόμα η αγάπη, η ευγένεια κι ο σεβασμός μεταξύ τους. Να βλέπεις κι άλλα πολλά που η εμπειρία σε βοηθά να αντιληφθείς.
   Ο γιος ξανάκανε την γκριμάτσα του κι αυτή τη φορά ήμουν προετοιμασμένη. Χαμογέλασα ξανά, καθώς σκέφτηκα πως στο μυαλό τους υπάρχει το σενάριο πως οι μεγάλοι δεν τα λένε αυτά (και σίγουρα όχι σε δημόσιο χώρο). Μόνο οι νέοι. Αλλά δεν ξέρουν πως η αγάπη μπορεί να ανθίζει σε όλες τις ηλικίες. Κι αυτό δεν είναι ντροπή, αλλά αξιοζήλευτο…

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου