Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Χωρίς σκοπό



                               
                                                    πίνακας: Μαρία Τάρταρη
                         
   Είχε σηκωθεί από νωρίς το πρωί, είχε στρώσει τα κρεβάτια, είχε συμμαζέψει το σπίτι, το είχε αερίσει, είχε μαγειρέψει κι είχε βάλει κι ένα πλυντήριο. Έριξε μια ματιά γύρω της. Το σπίτι έμοιαζε καθαρό, πριν δυο μέρες είχε βάλει σκούπα κι είχε ξεσκονίσει. Ασιδέρωτα είχε κάτι λίγα μόνο, θα μπορούσε να τα σιδερώσει όλα αύριο μια και καλή. Κοίταξε το ρολόι. Ήταν μόλις 11 η ώρα.
   Οι ώρες δεν περνούσαν, οι μέρες δεν περνούσαν. Και ήταν πάντα γεμάτες με το ίδιο πράγμα, κάθε μέρα το ίδιο και το ίδιο: τις δουλειές του σπιτιού. Κάθισε στον καναπέ αναπαυτικά, έβαλε στα πόδια της το lap top και ξεκίνησε να κάνει ό,τι έκανε κάθε μέρα για να γεμίσει τις ελεύθερες ώρες της. Άρχισε να παίζει ένα παιχνίδι που είχε ανακαλύψει τυχαία μια μέρα, πριν ενάμιση περίπου χρόνο, στο διαδίκτυο. Επρόκειτο για ένα παιχνίδι που το έπαιζε με άλλους παίκτες, άγνωστούς της, που όμως πια θεωρούσε πως είχε γνωρίσει αρκετά καλά. Κι ήταν χαρούμενη γι’ αυτό, μπορεί να ήταν περιορισμένη στο σπίτι, όμως ταυτόχρονα θα μπορούσε να πει κανείς πως είχε και παρέα, πως αντάλλασε και μια κουβέντα, κι έτσι οι ώρες της περνούσαν ευχάριστα.
   Κάθε μέρα λοιπόν ήταν προγραμματισμένο το ραντεβού στον διαδικτυακό κόσμο, αδημονούσε γι’ αυτό, πάνω κάτω τις ίδιες ώρες, ώστε να ξεκινήσει το παιχνίδι. Και πράγματι, χαμογέλασε ευχαριστημένη μόλις ξεκίνησε. Δεν την πείραζε καθόλου που έτρωγε τόσες ώρες μέσα εκεί, σε έναν ψεύτικο –στην ουσία- κόσμο. Αντιθέτως, της άρεσε πολύ, γιατί είχε αποκτήσει έναν κήπο σε αυτό το παιχνίδι, έναν πανέμορφο δικό της κήπο γεμάτο λουλούδια και φυτά, εν αντιθέσει με τον πραγματικό της κήπο που ό,τι κι αν φύτευε μαραινόταν, λες και το έκαναν επίτηδες τα φυτά, λες και ήταν συνεννοημένα μεταξύ τους.
   Και κάπως έτσι, μερικές φορές, στη ζωή μπερδευόμαστε, κάποια στιγμή χανόμαστε στους ψεύτικους κόσμους που μας περιτριγυρίζουν, τους μπερδεύουμε γι’ αληθινούς, τους δίνουμε νόημα, δενόμαστε μαζί τους, τους ακολουθούμε και τους συντηρούμε. Ηθελημένα ή αθέλητα, συνειδητά ή ασυνείδητα, πορευόμαστε έτσι, αποφεύγοντας την πραγματικότητα.
   Εκείνη τη μέρα, ωστόσο, κάτι συνέβη. Κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει ούτε η ίδια όταν το σκεφτόταν αργότερα. Εκεί που έπαιζε, ξαφνικά, σήκωσε το κεφάλι της, κοίταξε έξω τον γαλάζιο ουρανό, τη θάλασσα, τον πραγματικό κόσμο δηλαδή, αναλογίστηκε πού ήταν μέχρι πριν λίγο, κι αναρωτήθηκε: «Τι κάνω; Μα, πραγματικά, τι κάνω;». Συνειδητοποίησε πως είχε αφήσει χρόνο από τη ζωή της να πάει χαμένος, για την ακρίβεια ασυνείδητα τον γέμιζε με πράγματα που δεν είχαν σκοπό, χωρίς να κάνει πράγματα που ήθελε και που θα σήμαιναν πραγματικά κάτι. Σαν να άφηνε επίτηδες το χρόνο να γλιστράει μες από τα χέρια της. Το σκέφτηκε λίγο. Σάμπως ήξερε τι ήθελε; Η ζωή την προσπερνούσε, κι εκείνη είχε χαθεί. Είχε βαλτώσει. Είχε ξεχαστεί. Είχε ξεχάσει τον εαυτό της, τον εσώτερο εαυτό της. Τι ήθελε; Τι πραγματικά ήθελε από τη ζωή της;
   Το σκέφτηκε για ώρα, ώρα πολλή, κοιτάζοντας μέσα της και ταυτόχρονα απέναντι στον γαλάζιο ουρανό, ακίνητη κι ακινητοποιημένη από την ξαφνική αυτή ανατροπή της καθημερινότητάς της. Σαν να ‘χε φάει ένα χαστούκι πολύ δυνατό.
   Έμεινε σε αυτή τη θέση για δυο ώρες τουλάχιστον και κάποια στιγμή σηκώθηκε αποφασισμένη. Ήξερε τι ήθελε από τη ζωή της. Πάντα ήξερε, ακόμα κι όταν νόμιζε πως δεν ήξερε, όσο τρελό κι αν ακούγεται αυτό. Υπάρχουν φορές που φοβόμαστε να κοιτάξουμε κατάματα τις επιθυμίες μας, φοβόμαστε να τις κυνηγήσουμε, φοβόμαστε να βάλουμε στόχους. Εκείνη πάγωσε το χρόνο κι είδε μέσα της, κατάλαβε, αποφάσισε, στόχευσε κι έκτοτε δεν σταμάτησε να κυνηγάει τα όνειρά της.

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου