Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Το παιχνίδι


   Ο κύριος αυτός που περπατάει με τόση αυτοπεποίθηση, κουστουμαρισμένος, με γραβάτα και γυαλισμένα παπούτσια, είναι ένας σημαντικός άνθρωπος. Φαίνεται αυτό άλλωστε κι από τις λεπτομέρειες πάνω του που τον κάνουν να ξεχωρίζει. Λιμαρισμένα νύχια, ξύρισμα κόντρα, μαλλί στην τρίχα, με ένα ανεπαίσθητο αρρενωπό άρωμα να τον τυλίγει, απ’ αυτά τα αρώματα όμως που σε καθηλώνουν, ατσαλάκωτος και, όπως τουλάχιστον δείχνει, όχι μόνο εξωτερικά αλλά κι εσωτερικά. Ατσαλάκωτος στο είναι του.
   Περπατάει με αυτοπεποίθηση σε κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας, έξω από ένα πασίγνωστο κτίριο, αυτό της Βουλής, εδώ και λίγα λεπτά, κάνοντας όλον τον κόσμο να τον κοιτάζει επίμονα. Όχι μόνο γιατί είναι αξιοπρόσεκτος, επιβλητικός, αλλά και γιατί πρόκειται για ένα πολύ γνωστό πρόσωπο.
   Αυτός ο πενηντάχρονος άνδρας είναι ένας από τους πιο φημισμένους υπουργούς της χώρας. Γνωστός στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (και κατά συνέπεια και στον κόσμο) γιατί πουλάει τρελά φύλλα σε κάθε του εμφάνιση. Γνωστός γιατί έχει κατά καιρούς κάνει τις πιο μισητές αλλά και τις πιο αγαπητές δηλώσεις – ανάλογα με το κοινό του. Επίσης, από κάποιους θεωρείται άχρηστος, ενώ κατ’ άλλους είναι ένας από τους πιο άξιους υπουργούς.
   Δεν είναι λοιπόν περίεργο που πολλοί έχουν ακινητοποιηθεί, ακόμα και μέσα στη μέση του δρόμου, κοιτάζοντάς τον να περπατάει προς το αυτοκίνητο που τον περιμένει, αρκετά μέτρα πιο μακριά. Μερικοί τον θαυμάζουν χαμογελώντας, κάποιοι λίγοι αρχίζουν να τον βρίζουν χωρίς καμιά ντροπή.
   Εκείνος μπαίνει βιαστικά στο αυτοκίνητο, στην πίσω θέση, και το όχημα ξεκινάει προς τον προορισμό του, το σπίτι του. Άλλη μια δύσκολη μέρα έχει τελειώσει, μια μέρα κόντρας και διαπληκτισμών, κι εκείνος έχει ανάγκη να πάει σπίτι του, να κλειστεί στο καταφύγιό του, μια μικρή (εν συγκρίσει με άλλες) βίλα, και με ένα ποτό στο χέρι να χαλαρώσει στον βαθύ, αναπαυτικό καναπέ και να φέρει στο μυαλό του τα γεγονότα της σημερινής ημέρας. Να τα δει με μια πιο ψύχραιμη ματιά, να τα επεξεργαστεί με ησυχία.
   Καθώς το αυτοκίνητο προσπερνά τα φανάρια ένα-ένα, εκείνος σκέφτεται τον έκπληκτο κόσμο που τον αντίκρισε ξαφνικά πριν λίγα λεπτά. Σκέφτεται τις αντιδράσεις τους. Του άρεσε να τον θαυμάζουν. Σε ποιον δεν αρέσει; Άλλωστε κατείχε μια θέση που θα την ήθελαν πολλοί. Αυτό το συναίσθημα που νιώθει κανείς όταν καταλαβαίνει πόσος κόσμος κρέμεται πάνω του, από τα χείλη του, από τις σκέψεις ή τις ενέργειές του, που τον κάνει να νιώθει ένας μικρός Θεός - αυτό ένιωθε ώρες-ώρες.
   Δεν μετανιώνει ούτε στιγμή για τη δύναμη, για την εξουσία που έχει. Το απολαμβάνει, κι ας είναι δίκοπο μαχαίρι πολλές φορές. Πάλεψε σκληρά στη ζωή του για να φτάσει ως εδώ. Πάμπολλες σπουδές, πάμπολλες ώρες δουλειάς, πάμπολλες γνωριμίες που χρειάστηκαν.
   Δεν μετανιώνει ούτε για τις αποφάσεις του. Πιστεύει πως μέχρι τώρα πήρε τις σωστές, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Το αυτοκίνητο φρενάρει μπροστά σε ένα κόκκινο φανάρι και μαζί φρενάρουν κι οι σκέψεις του. Φρενάρουν μπροστά στους ελάχιστους που τον έβρισαν, λίγο πριν, δίχως ίχνος ντροπής. Κατανοεί πως δεν γίνεται να αρέσει σε όλους, πως είναι θέμα ιδεολογιών τελικά, περασμένων από χρόνια, σε κάποιες περιπτώσεις, όσο τραβηγμένο κι αν ακούγεται, ακόμα και μέσα στο DNA τους. Κατανοεί και το βάρος κάποιων ευάλωτων πολιτών. Τα κατανοεί όλα, αλλά… Αλλά σαν τα άλλα παιχνίδια κι αυτό, κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις…
   Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που νιώθει ένα ελαφρύ μούδιασμα μέσα του, ξεφυτρώνει σαν ζιζάνιο μια αμφιβολία. Χαλαρώνει λίγο τη γραβάτα που τυλίγει σφιχτά το λαιμό του. Σε κανέναν δεν αρέσει να τον μισούνε. Βαρύ συναίσθημα. Σε πνίγει, κι ας είσαι σίγουρος για τα βήματά σου.
   Τα σύννεφα στον ουρανό βαριά, τα νιώθει απειλητικά να στέκουν πάνω του καθώς βγαίνει απ’ το αυτοκίνητο και κατευθύνεται προς το σπίτι. Αυτή τη φορά με μικρά, κουρασμένα, αβέβαια βήματα. Καμπουριασμένος θαρρείς. Σαν να πρόκειται για κάποιον άλλο…

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου