Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Το τιμόνι

   Θα οδηγήσεις εσύ ή εγώ;, ρώτησε ο Γιώργος τη Μαρία.
   «Θα το πάρω εγώ», του απάντησε.
   Ήταν χαρούμενη που θα οδηγούσε εκείνη, πίστευε πως τα καταφέρνει καλύτερα από κείνον. Μερικές φορές δεν του είχε εμπιστοσύνη, είχαν διαφορετική κρίση πάνω στην οδήγηση, κάποιες φορές την εκνεύριζε κιόλας με τις επιλογές και τις κινήσεις του, όπως ακριβώς κι εκείνη τον εκνεύριζε για τον ίδιο λόγο και κατέληγαν σχεδόν πάντα σε καυγά.
   Ένας αιώνιος καυγάς μεταξύ των περισσότερων ζευγαριών η οδήγηση, πράγμα που σε κάνει να σκέφτεσαι πως δεν φταίει μόνο ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου, αλλά και η διαφορετικότητα των δύο φύλων, η αιώνια κόντρα απαρχής του κόσμου μεταξύ «του» και «της».
   Εκείνη δεν θα ξεχάσει ποτέ το ταξίδι τους, πριν μερικά χρόνια, οδικώς στη μισή Ελλάδα. Οδηγούσε εκείνος γιατί, λέει, ήταν άγνωστοι οι δρόμοι για κείνη. Τη θεωρούσε αδύναμη λοιπόν, δεν της είχε εμπιστοσύνη!, σκεφτόταν με θυμό αλλά προσπάθησε να το παραβλέψει. Μέχρι το τέλος του ταξιδιού τους όμως, τελικά, εκείνος οδηγούσε κι εκείνη γκρίνιαζε.
   Από τη μία, γιατί ο Γιώργος ήθελε να φτάσει γρήγορα στον προορισμό του, κι έτσι δεν σταματήσανε σχεδόν πουθενά, δεν είδανε σχεδόν τίποτα. Τι κι αν του έλεγε η Μαρία πως σκοπός δεν είναι ο προορισμός αλλά το ταξίδι, η ομορφιά του, να απολαμβάνεις τα μέρη από όπου περνάς, να τα γνωρίζεις, αυτή είναι η ουσία. Τίποτα, εκείνος ανένδοτος. Είχε κολλήσει το πόδι του στο γκάζι και πήγαινε ντουγρού. Ακόμα του το χτυπάει.
   Από την άλλη, γιατί ο Γιώργος χάνεται. Δεν έχει καλό προσανατολισμό κι έχει μια επιμονή να μη θέλει να ρωτήσει κανέναν στο δρόμο, να συμβουλευτεί έναν κάτοικο. Συμβουλεύεται μόνο το χάρτη του. «Σταμάτα βρε παιδάκι μου να ρωτήσουμε αυτόν τον κύριο», του έλεγε συχνά πυκνά. Ανένδοτος ξανά εκείνος, μέχρι που χαθήκανε σε κάτι βουνά και δεν υπήρχε ψυχή να ρωτήσουν. Ακόμα του το χτυπάει- κι αυτό.
   Από τη μεριά του, εκείνος δεν ξεχνάει πως η Μαρία δεν ακούει τις συμβουλές του, δεν φουσκώνει τα λάστιχα, δεν παρακολουθεί τα υγρά του αυτοκινήτου κι άλλες τέτοιες λεπτομέρειες που όμως θεωρεί σημαντικές. Θυμώνει, γιατί πιστεύει πως σαν παλιός οδηγός θα έπρεπε να μετράει η γνώμη του. Νιώθει μια ανασφάλεια, ίσως όχι γιατί η Μαρία δεν είναι καλή οδηγός, αλλά γιατί είχε συνηθίσει στην εικόνα του άντρα-οδηγού. Φυσικά δεν ξεχνάει τους τσακωμούς τους όταν προσπάθησε να της μάθει οδήγηση κάποτε, κι επίσης δεν ξεχνάει πως όταν πρωτοπήρε μόνη της το αυτοκίνητο, γιατί δεν τον ήθελε μαζί –την εκνεύριζε λέει-, τράκαρε στον τοίχο της αυλής τους. Τον άφησε ασοβάτιστο από τότε, για να της υπενθυμίζει το λάθος της.
   Η Μαρία κάθεται στο τιμόνι και ξεκινάνε. Εκείνος βάζει το ένα χέρι στο χερούλι της πόρτας και το άλλο (διακριτικά) ακριβώς πάνω απ’ το χειρόφρενο, έτοιμος να παρέμβει σε κάτι έκτακτο. Εκείνη το βλέπει και εξαγριώνεται. Βράζει μέσα της και του τα χώνει σιωπηλά. Το μπροστινό αυτοκίνητο κόβει ταχύτητα. «Πρόσεχε, πρόσεχε!» της φωνάζει ο Γιώργος. «Στραβή είμαι; Δεν το βλέπω;» του απαντάει αυτή εκνευρισμένη. Εκείνος δείχνει να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Εκείνη το παρατηρεί και οδηγάει πιο νευρικά, ώσπου της λέει «Χαλάρωσε λίγο». Σταματάει στην άκρη του δρόμου. «Πάρ’ το εσύ!» του λέει θυμωμένη.
   Ο Γιώργος κάθεται στο τιμόνι και ξεκινάει. Πατάει το γκάζι παραπάνω. «Ήρεμα πουλάκι μου, θα σκοτωθούμε!» του φωνάζει η Μαρία και μετά από λίγο «Ε, τι κάνεις; Δε στρίβουμε από δω!».
   «Μα κι από δω μας βγάζει», της απαντά. «Ναι, αλλά πάντα ευθεία πάμε», του λέει. «Μπορείς να μη μου κάνεις υποδείξεις όταν οδηγάω;», τη ρωτάει. Η Μαρία επαναλαμβάνει «Μπορείς να μη μου κάνεις υποδείξεις όταν οδηγάω;». Και συμπληρώνει «Γι’ αυτό ακριβώς σε άφησα να οδηγήσεις εσύ!».
   Και κάπως έτσι χάλασαν άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή τους…

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου