Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Οι βάρκες του θανάτου



                                                    
   «Με αυτά τα χρήματα θα έχετε τέσσερα εισιτήρια για το σκάφος που θα σας μεταφέρει απέναντι και τέσσερα σωσίβια. Εντάξει;», ρώτησε ο άγνωστος κύριος τον μπαμπά μου.
   Ήταν λίγο άγριος. Ψηλός, παχύς, αξύριστος και ένα βλέμμα που με έκανε να ανατριχιάζω. Είχε φωνή κοφτή και σαν θυμωμένη. Στην αρχή νόμιζα πως είχε θυμώσει με τον μπαμπά μου και φοβήθηκα, όμως τελικά κατάλαβα πως μιλούσε σε όλους έτσι. Έτσι μίλησε και στους ανθρώπους που ήταν στη σειρά πριν από μας, έτσι και στους επόμενους. Κι όλοι τον κοιτούσαν με τον ίδιο φόβο.
   Είδα τον μπαμπά μου σκεφτικό και προβληματισμένο. Το κατάλαβα γιατί έξυσε το πηγούνι του κι αυτό συνήθως το κάνει όταν κάτι τον απασχολεί. Με κοίταξε κι ύστερα κοίταξε τον, κατά δύο χρόνια, μικρότερο αδερφό μου. Τα μάτια του ήταν σκοτεινά, φουρτουνιασμένα. Στράφηκε στη μάνα μου και της έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι. Εκείνη αναστέναξε με ανακούφιση.
   «Εντάξει, αλλά έχω μια τελευταία ερώτηση. Για τι σκάφος μιλάμε;», τον ρώτησε ο πατέρας μου. Ο άγνωστος κύριος γέλασε. «Μα φυσικά για το καλύτερο! Μεγάλο και ευρύχωρο, μην ανησυχείς», του είπε και τον έσπρωξε απαλά στο χέρι, ώστε να τον αποτρέψει να ρωτήσει κάτι άλλο.
    Όσο περιμέναμε στη μεγάλη εκείνη αίθουσα για την ώρα της αναχώρησης, ο πατέρας μου ήταν ανήσυχος. Δεν έδωσα σημασία όμως, γιατί ο μπαμπάς μου λύνει πάντα όλα μας τα προβλήματα. Του είχα εμπιστοσύνη.
   Κρατούσα τον τρίχρονο αδελφό μου απ’ το χέρι και σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν το σπίτι που άφησα, το σχολείο, την πόλη μου, και με έπιασε μελαγχολία. Σκεφτόμουν τους φίλους μου. Θα τους ξαναδώ άραγε ποτέ; Σκεφτόμουν τα λόγια του πατέρα, πως θα πάμε σε ένα όμορφο και πολιτισμένο μέρος χωρίς πολέμους, χωρίς φόβο, χωρίς να κινδυνεύουμε πια. Ευρώπη το είπε, θαρρώ…
   Το λεωφορείο μας κατέβασε (πενήντα άτομα περίπου) σχεδόν ως την ακτή. Άκουσα ξαφνικά ένα δυνατό ψίθυρο από όλα τα χείλη. Τρόμαξα και κοίταξα τον μπαμπά μου. Ήταν κι εκείνος φοβισμένος. Πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι. Κουνούσε τα χέρια, έδειχνε προς τη μεριά της θάλασσας και μιλούσε έντονα με τον άγνωστο κύριο, που τώρα μου φαινόταν πιο άγριος από πριν. Στράφηκα προς τη θάλασσα κι εγώ, κι είδα μια μικρή φουσκωτή βάρκα. Πού είναι το σκάφος;, αναρωτήθηκα, χωρίς να καταλάβω τι συνέβαινε.
   Ξαφνικά επικράτησε μια περίεργη σιωπή. Κοίταξα γύρω μου κι αυτό που είδα ήταν μουδιασμένοι άνθρωποι, φοβισμένα πρόσωπα και δάκρια στα μάτια. Ένιωσα να μουδιάζω κι εγώ, ένας φόβος ξαφνικά άρχισε να με καταλαμβάνει.
   Μπήκαμε στη μικρή φουσκωτή βάρκα (φορώντας πρώτα γρήγορα τα σωσίβια) με μεγάλη προσοχή, γιατί δεν ήταν σταθερή. Εγώ κάθισα πάνω στον μπαμπά μου κι ο αδερφός μου πάνω στη μαμά μου και γενικά ο ένας καθόταν πάνω στον άλλον. Αν δεν ήταν το ταξίδι κι η θάλασσα που φοβόμουν, θα έσκαγα στα γέλια με αυτήν την αστεία εικόνα. Μα έλα που φοβόμουν…
   Η μηχανή ξεκίνησε κι αρχίσαμε το ταξίδι. Η βάρκα κουνιόταν περίεργα και σε κάθε παφλασμό νόμιζα πως θα γυρίσει ανάποδα. Κανείς δε μιλούσε, μα σε κάθε ισχυρό κούνημα μας κοβόταν κι η ανάσα. Ήταν σκοτεινά και δεν έβλεπα τίποτα κι αυτό έκανε το φόβο να μεγαλώνει ακόμη περισσότερο.
   Με αυτό το φόβο μέσα μας συνεχίσαμε για πολλή ώρα. Ώσπου κάποια στιγμή η μηχανή σταμάτησε να δουλεύει, ο ήχος της σίγησε και τότε άρχισαν να ακούγονται οι ήχοι των ανθρώπων. Μικρές κραυγές, ολοένα και πιο δυνατές. Η βάρκα άρχισε να κουνιέται επικίνδυνα. Γαντζώθηκα πάνω στον μπαμπά μου, ο οποίος κρατούσε το χέρι της μαμάς σφιχτά. Άκουγα μανάδες να ουρλιάζουν, άντρες να φωνάζουν, παιδιά να κλαίνε, τον αδερφό μου να κλαίει δυνατά. Ένα αόρατο χέρι έσφιξε την καρδιά μου.
   Είδα μια σκιά να ξεχωρίζει, κάποιος προσπάθησε να σηκωθεί και τότε η βάρκα αναποδογύρισε. Βρεθήκαμε στην παγωμένη θάλασσα. Νερό έμπαινε στο στόμα μου κι όσο κι αν προσπαθούσα να το βγάλω, δεν τα κατάφερνα. Πνιγόμουν. Φώναξα «μπαμπά», «μαμά», αλλά τους είχα χάσει. Κραυγές από παντού, φώναζα κι εγώ. Προσπάθησα να κρατηθώ από κάπου, αλλά δεν βρήκα τίποτα δίπλα μου. Ένιωσα να παραλύω, από φόβο κι από κρύο. Βούλιαζα ολοένα και περισσότερο. Κι όσο βούλιαζα, εικόνες από ένα όμορφο μέρος, που δεν είχα δει ποτέ, έρχονταν στο μυαλό μου. Ένα όμορφο και πολιτισμένο μέρος χωρίς πολέμους, χωρίς φόβο, χωρίς να κινδυνεύουμε πια. Ευρώπη το είπε ο μπαμπάς, θαρρώ…


(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου