Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Κρίση πανικού


Μεσ' από το σκοτάδι - Γεύσω Παπαδάκη


   Καθώς το αυτοκίνητο πλησιάζει στο αεροδρόμιο, θυμάται πόσο χαρούμενη ήταν τη μέρα που έβγαλε το εισιτήριο. Ποιος δεν χαίρεται όταν πηγαίνει ταξίδι, όταν φεύγει για λίγο από τη ρουτίνα της καθημερινότητας; Το ίδιο κι εκείνη, έστω κι αν ήξερε πως επρόκειτο για ένα δύσκολο και σημαντικό επαγγελματικό ταξίδι. Το χαμόγελό της, θυμάται, κόντευε να φτάσει στο μέτωπο. Η καρδιά της χτυπούσε γοργά, από χαρά και προσμονή.
   Η ίδια έκανε σχέδια από την πρώτη στιγμή. Μάλιστα, οργάνωσε τις δουλειές της κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να της περισσέψει λίγος χρόνος για να απολαύσει τα αξιοθέατα της μεγαλούπολης αλλά και να δει κάποιους παλιούς φίλους. Έτσι, όσο περνούσαν οι μέρες, η έξαψή της φούντωνε, η ανυπομονησία μεγάλωνε.
   Κι όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή που ανατράπηκε ό,τι σχεδίαζε– ή, έστω, σχεδόν… Γιατί η ίδια μπορεί να έκανε τα σχέδιά της, αλλά κάποια ανώτερη δύναμη έκανε επίσης τα δικά της.
   Μια μέρα πριν φύγει, ένα αναπάντεχο και δυσάρεστο γεγονός συνέβη. Ένα πολύ κοντινό της πρόσωπο εισήχθη στο νοσοκομείο. Η στενοχώρια μεγάλη, η αγωνία το ίδιο για την εξέλιξη της κατάστασης. Πάνω στη στενοχώρια όμως γι’ αυτό το περιστατικό, προστέθηκε και το άγχος για το επαγγελματικό ταξίδι, το οποίο δεν μπορούσε να αναβάλλει για κανένα λόγο, ούτε μπορούσε να πάει κανείς στη θέση της. Πώς γίνεται καμιά φορά να πέφτουν όλα μαζεμένα στους ώμους της;, αναρωτήθηκε με καημό. Τακτοποίησε τα θέματα του νοσοκομείου, μίλησε με τους γιατρούς, άφησε τα τηλέφωνά της για παν ενδεχόμενο.  
   Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Από τη μια οι επαγγελματικές υποχρεώσεις και το καθήκον που ένιωθε για συνέπεια, κι από την άλλη το καθήκον της ως συγγενής ενός αρρώστου, την έκαναν να ακροβατεί ανάμεσα σε δυο διαφορετικές αποφάσεις. Να φύγει ή να μείνει; Κι όσο έβλεπε το εξασθενημένο πρόσωπο του δικού της ανθρώπου, που κείτονταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, τόσο πιο αναποφάσιστη ένιωθε. Να φύγει ή να μείνει; Αυτό το ερώτημα έκανε σβούρες στο μυαλό της καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, τόσο, που το πρωί τη βρήκε ζαλισμένη κι έτοιμη να χάσει τον εαυτό της. Αχ, αυτά τα «πρέπει» της ζωής μας, φουρτουνιάζουν και τις πιο ήρεμες ψυχές! Τις κατασπαράζουν, τις λεηλατούν, και τις αφήνουν ανήμπορες πια να μαζέψουν τα κομμάτια τους…
   Με βαριά καρδιά το πρωί ψιθύρισε στον ασθενή «θα τα πούμε σε δυο μέρες» κι έφυγε κατευθείαν για το αεροδρόμιο.
   Πάρκαρε σε μια απόμερη γωνιά του χώρου στάθμευσης, έβγαλε τη βαλιτσούλα της από το αυτοκίνητο και σέρνοντας κουρασμένα τα πόδια έφτασε στην είσοδο. Μπήκε μέσα και κοντοστάθηκε. Άφησε τη βαλίτσα κάτω. Να φύγω ή να μείνω;, ερχόταν μια φωνή σαν αντίλαλος στα αυτιά της. Τα χέρια της είχαν ιδρώσει. Το μέτωπό της το ίδιο. Τα πόδια της είχανε κολλήσει στο πάτωμα κι η ίδια ήταν έτοιμη να αρχίσει να ουρλιάζει. Ένιωθε να πνίγεται.
   Έμεινε στο ίδιο σημείο κολλημένη, να κοιτάζει το γκισέ που τσεκάρουν τα εισιτήρια, ως τη στιγμή της τελευταίας αναγγελίας για αναχώρηση του αεροπλάνου. Τελικά, έσυρε τα βήματά της. Τη μηνίγγια της χτυπούσαν δυνατά, το κεφάλι της βούιζε. Με το ζόρι κρατούσε την απελπισμένη κραυγή στο στόμα της.
   Έδωσε μηχανικά το εισιτήριο, το τσέκαραν, πήγε στην έξοδο επιβίβασης. Μπήκε στο αεροπλάνο ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν ταμπούρλο , κάθισε στη θέση της κι έδεσε τη ζώνη. Τα χέρια έτρεμαν. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και της ήρθε λιγοθυμιά, ένιωθε εγκλωβισμένη, πνιγόταν, ο αέρας δεν της έφτανε, ήθελε να φωνάξει «βοήθεια!».
   Η πόρτα του αεροπλάνου έκλεισε. Εκείνη άσπρισε. Ήταν φόβος; Ήταν πανικός; Τι συνέβαινε;, δεν μπορούσε να καταλάβει. Ένιωθε να γίνονται όλα γρήγορα κι εκείνη σαν να ήταν εκεί αλλά και να μην ήταν. Όλα γύριζαν γύρω της. Το τελευταίο που θυμάται, πριν λιποθυμήσει, είναι τα φτερά του αεροπλάνου…

 (Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

2 σχόλια: