Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Σαν σκιές ανάμεσά μας


(πίνακας: Λούσιαν Φρόιντ)


  Κοιτάζω το σπασμένο μου ρολόι. Η ώρα δεν περνάει με τίποτα. Ειδικά όταν δεν έχω να γεμίσω με κάτι το χρόνο μου. Ακόμα και να το θέλω, νιώθω τόσο παραπεταμένος – και είμαι –, που δεν μπορώ να βρω και πολλά για να ασχοληθώ.
   Το σπασμένο μου ρολόι… Ώρες – ώρες νιώθω ευτυχισμένος που μου έμεινε έστω κι αυτό, έστω και σπασμένο. Άλλες φορές, όμως, νιώθω δυστυχής, γιατί μου θυμίζει πράγματα που πολύ θα ήθελα να ξεχάσω.       Κάποτε το συμβουλευόμουν για να είμαι συνεπής στη δουλειά μου αλλά και στις υπόλοιπες υποχρεώσεις μου. Το κοιτούσα και το ξανακοιτούσα, μην αργήσω ούτε λεπτό. Τώρα, να πάω πού;…
   Αχ… αυτός ο χρόνος… ανελέητος… Τραβάω το μανίκι του πουκαμίσου και το σκεπάζω, να μην το βλέπω. Ίσως να ήταν καλύτερα να μην το έχω πια. Μετά το μετανιώνω. Αυτό το κακόμοιρο τι φταίει; Κι άλλωστε, την κάνει ακόμα τη δουλειά του. Για κάτι είναι χρήσιμο. Σάμπως μου φταίει κι ο χρόνος; Για όσα συμβαίνουν στη ζωή των ανθρώπων δε φταίει ο χρόνος, συνήθως οι άνθρωποι φταίνε, οι ίδιοι ή άλλοι…
   Σηκώνομαι και κάνω μια γύρα στην παράγκα μου, να ξεμουδιάσω τα γέρικα πόδια μου. Πάλι καλά που βρέθηκε κι αυτή γιατί θα κοιμόμουν ακόμα στα παγκάκια. Θυμάμαι τη χαρά μου όταν την πρωτοείδα, κρυμμένη μέσα σε μπετό ενός παλιού, μικρού εργοταξίου. Μέχρι να βεβαιωθώ πως δεν είχε ιδιοκτήτη, μου είχε κοπεί η ανάσα. Δόξα σοι ο Θεός, όμως, το έκανε το θαύμα του.
   Από τότε, την έχω εξοπλίσει με ό,τι μπόρεσα να βρω στα σκουπίδια. Ένα βαθουλωμένο ράντσο, ένα μικρό τραπεζάκι και μια καρέκλα. Ήταν σπασμένη, πολύχρονη και καμπουριασμένη σαν και του λόγου μου, έζησε φαίνεται κι αυτή αρκετά στη ζωή της, αλλά κατάφερα και της έδωσα λίγη ζωή ακόμα, μια παράταση χρόνου, πριν σβήσει κι αυτή μαζί με μένα.
   Να ‘ναι καλά κι οι γείτονες, που μου έδωσαν δυο κουβέρτες να σκεπάζω το κρύο μου, ένα γκαζάκι και μια μικρή κατσαρόλα. Τελικά, την ανθρωπιά την βρίσκεις πάντα εκεί που δεν το περιμένεις. Σπάνια σε δικούς σου, συχνότερα σε ξένους…
   Οι σκέψεις μου πέτυχαν ευαίσθητη χορδή. Να πάρει η ευχή, πάλι με έπιασαν οι συγκινήσεις μου. Σκουπίζω τα δάκρυά μου. Πάει, ξεμωράθηκα, τώρα στα γεράματα.
   Ό,τι έχω και δεν έχω στη ζωή, λοιπόν. Αυτή είναι η περιουσία μου. Η μοναδική. Ποτέ δε θα πίστευα πως αρκούν αυτά τα λίγα για να ζήσει ένας άνθρωπος. Κι όμως… Απλά και λίγα αυτά που χρειάζεται κανείς. Αλλά το καταλαβαίνουμε μόνο σαν έρθει η ανάγκη.
   Τα πρωινά κοιτάζω απ’ το παράθυρο τον κόσμο που πάει στις δουλειές του. Κάποτε είχα κι εγώ. Καλοπληρωμένη. Ήμουν πολύ περήφανος γι’ αυτή, περήφανος για τον εαυτό μου. Τους κοιτάζω λοιπόν και τους ζηλεύω. Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το αύριο. Εκεί που πας στη δουλειά σου ανύποπτος, εκεί μπορεί να ακούσεις κι ένα «απολύεσαι», ικανό να γκρεμίσει τον κόσμο σου όλο. Να το περίμενες, τουλάχιστον, να ήσουν προετοιμασμένος… Αλλά και πώς να προετοιμαστείς για τέτοιες δυστυχίες;…
   Τους κοιτάζω και τους μετρώ, κάθε μέρα, με φόβο, λες και κάποια μέρα θα τους βρω λιγότερους…
   Το ρολόι δείχνει μία και μισή. Επιτέλους. Ετοιμάζομαι για τον προορισμό μου, όπως κάθε Τρίτη τέτοια ώρα. Είναι η μέρα που εδώ πιο κάτω έχει λαϊκή. Και είναι η ώρα που οι πωλητές μαζεύουν σιγά – σιγά την πραμάτεια τους για να φύγουν. Όμως, κάθε φορά, αφήνουν το κατιτίς τους στο πεζοδρόμιο, σε μιαν άκρη, συνήθως σε κούτες, για μας τα δυστυχισμένα πλάσματα του Θεού. Καροτάκια, πατατούλες, κάνα κρεμμυδάκι κι ό,τι άλλο έχει ευχαρίστηση ο καθένας.
   Γίνονται ανάρπαστα…
   Ανοίγω το βήμα μου να προλάβω. Δεν είμαι ο μόνος που πεινάω σε αυτήν την πόλη…

 (Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου