Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

Κρίση πανικού


Μεσ' από το σκοτάδι - Γεύσω Παπαδάκη


   Καθώς το αυτοκίνητο πλησιάζει στο αεροδρόμιο, θυμάται πόσο χαρούμενη ήταν τη μέρα που έβγαλε το εισιτήριο. Ποιος δεν χαίρεται όταν πηγαίνει ταξίδι, όταν φεύγει για λίγο από τη ρουτίνα της καθημερινότητας; Το ίδιο κι εκείνη, έστω κι αν ήξερε πως επρόκειτο για ένα δύσκολο και σημαντικό επαγγελματικό ταξίδι. Το χαμόγελό της, θυμάται, κόντευε να φτάσει στο μέτωπο. Η καρδιά της χτυπούσε γοργά, από χαρά και προσμονή.
   Η ίδια έκανε σχέδια από την πρώτη στιγμή. Μάλιστα, οργάνωσε τις δουλειές της κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να της περισσέψει λίγος χρόνος για να απολαύσει τα αξιοθέατα της μεγαλούπολης αλλά και να δει κάποιους παλιούς φίλους. Έτσι, όσο περνούσαν οι μέρες, η έξαψή της φούντωνε, η ανυπομονησία μεγάλωνε.
   Κι όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή που ανατράπηκε ό,τι σχεδίαζε– ή, έστω, σχεδόν… Γιατί η ίδια μπορεί να έκανε τα σχέδιά της, αλλά κάποια ανώτερη δύναμη έκανε επίσης τα δικά της.
   Μια μέρα πριν φύγει, ένα αναπάντεχο και δυσάρεστο γεγονός συνέβη. Ένα πολύ κοντινό της πρόσωπο εισήχθη στο νοσοκομείο. Η στενοχώρια μεγάλη, η αγωνία το ίδιο για την εξέλιξη της κατάστασης. Πάνω στη στενοχώρια όμως γι’ αυτό το περιστατικό, προστέθηκε και το άγχος για το επαγγελματικό ταξίδι, το οποίο δεν μπορούσε να αναβάλλει για κανένα λόγο, ούτε μπορούσε να πάει κανείς στη θέση της. Πώς γίνεται καμιά φορά να πέφτουν όλα μαζεμένα στους ώμους της;, αναρωτήθηκε με καημό. Τακτοποίησε τα θέματα του νοσοκομείου, μίλησε με τους γιατρούς, άφησε τα τηλέφωνά της για παν ενδεχόμενο.  
   Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Από τη μια οι επαγγελματικές υποχρεώσεις και το καθήκον που ένιωθε για συνέπεια, κι από την άλλη το καθήκον της ως συγγενής ενός αρρώστου, την έκαναν να ακροβατεί ανάμεσα σε δυο διαφορετικές αποφάσεις. Να φύγει ή να μείνει; Κι όσο έβλεπε το εξασθενημένο πρόσωπο του δικού της ανθρώπου, που κείτονταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, τόσο πιο αναποφάσιστη ένιωθε. Να φύγει ή να μείνει; Αυτό το ερώτημα έκανε σβούρες στο μυαλό της καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, τόσο, που το πρωί τη βρήκε ζαλισμένη κι έτοιμη να χάσει τον εαυτό της. Αχ, αυτά τα «πρέπει» της ζωής μας, φουρτουνιάζουν και τις πιο ήρεμες ψυχές! Τις κατασπαράζουν, τις λεηλατούν, και τις αφήνουν ανήμπορες πια να μαζέψουν τα κομμάτια τους…
   Με βαριά καρδιά το πρωί ψιθύρισε στον ασθενή «θα τα πούμε σε δυο μέρες» κι έφυγε κατευθείαν για το αεροδρόμιο.
   Πάρκαρε σε μια απόμερη γωνιά του χώρου στάθμευσης, έβγαλε τη βαλιτσούλα της από το αυτοκίνητο και σέρνοντας κουρασμένα τα πόδια έφτασε στην είσοδο. Μπήκε μέσα και κοντοστάθηκε. Άφησε τη βαλίτσα κάτω. Να φύγω ή να μείνω;, ερχόταν μια φωνή σαν αντίλαλος στα αυτιά της. Τα χέρια της είχαν ιδρώσει. Το μέτωπό της το ίδιο. Τα πόδια της είχανε κολλήσει στο πάτωμα κι η ίδια ήταν έτοιμη να αρχίσει να ουρλιάζει. Ένιωθε να πνίγεται.
   Έμεινε στο ίδιο σημείο κολλημένη, να κοιτάζει το γκισέ που τσεκάρουν τα εισιτήρια, ως τη στιγμή της τελευταίας αναγγελίας για αναχώρηση του αεροπλάνου. Τελικά, έσυρε τα βήματά της. Τη μηνίγγια της χτυπούσαν δυνατά, το κεφάλι της βούιζε. Με το ζόρι κρατούσε την απελπισμένη κραυγή στο στόμα της.
   Έδωσε μηχανικά το εισιτήριο, το τσέκαραν, πήγε στην έξοδο επιβίβασης. Μπήκε στο αεροπλάνο ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν ταμπούρλο , κάθισε στη θέση της κι έδεσε τη ζώνη. Τα χέρια έτρεμαν. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και της ήρθε λιγοθυμιά, ένιωθε εγκλωβισμένη, πνιγόταν, ο αέρας δεν της έφτανε, ήθελε να φωνάξει «βοήθεια!».
   Η πόρτα του αεροπλάνου έκλεισε. Εκείνη άσπρισε. Ήταν φόβος; Ήταν πανικός; Τι συνέβαινε;, δεν μπορούσε να καταλάβει. Ένιωθε να γίνονται όλα γρήγορα κι εκείνη σαν να ήταν εκεί αλλά και να μην ήταν. Όλα γύριζαν γύρω της. Το τελευταίο που θυμάται, πριν λιποθυμήσει, είναι τα φτερά του αεροπλάνου…

 (Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Οι τσάντες της ελπίδας - The bags of hope

Το σήμα της ομάδας Venligboerne/Friendly Humans Samos

 
   Ένα τοστ, λίγο γάλα, ένα πορτοκάλι. Ένα τοστ, λίγο γάλα, ένα πορτοκάλι. Και ξανά πάλι από την αρχή. Για αρκετή ώρα το ίδιο πράγμα. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στην ουρά των ανθρώπων που περιμένουν (όσο πιο υπομονετικά γίνεται, κάτω από αυτές τις συνθήκες) για να πάρουν το λιτό πρωινό τους. Για όσους φτάσει, το ξέρουν αυτό, αλλά και πάλι περιμένουν. Πρώτα τα παιδιά, και μετά -αν περισσέψει κάτι- οι μεγάλοι.
   Είναι πολλοί, κι η ουρά ατελείωτη. Κάποιοι προσπαθούν να περάσουν πρώτοι. Φωνάζουμε: «αντόρ, αντόρ», που σημαίνει στη γλώσσα τους «σειρά», ώστε να μπουν σε μια σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλον. Και ξανά πάλι, ένα τοστ, λίγο γάλα, ένα πορτοκάλι.
   Ξαφνικά, μια ομάδα ταλαιπωρημένων ανθρώπων έρχεται κοντά μας. Είναι βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο. Μαζί τους και παιδιά. Βρεγμένα παιδιά που τρέμουν μέχρι θανάτου. Οι μισοί που μοιράζαμε πρωινό, αφήνουμε αμέσως το πόστο μας και παίρνουμε γρήγορα τα παιδιά μέσα στην καμπίνα. Προσπαθούμε να βρούμε ζεστά ρούχα για να φορέσουν.
   Ένα μωρό, περίπου 8 μηνών, είναι εντελώς βρεγμένο. Κλαίει απαρηγόρητο. Μία Σουηδέζα εθελόντρια που βρισκόταν μέσα στην καμπίνα, το γδύνει και το τυλίγει σε μια ειδική κουβέρτα. Το παίρνει στην αγκαλιά της και το σφίγγει πάνω της σαν να ‘ναι δικό της μωρό, ελπίζοντας να σταματήσει το κλάμα και το τρέμουλο. Αρκετά λεπτά αργότερα εκείνο ηρεμεί. Το ντύνει με προσοχή.
    Σειρά είχε ένα κοριτσάκι, μεταξύ δύο- τριών ετών. Είχε υγρά μάτια από το κλάμα και – τι περίεργο! – μερικά δάκρια είχαν λιμνάσει στα ματάκια της. Έτρεμε, όχι μόνο από κρύο αλλά κι από φόβο. Η Γιάννα την έβαλε στην αγκαλιά της με πολλή αγάπη, θέλοντας να της δείξει πως ήταν ασφαλής, πως μπορούσε να σταματήσει να φοβάται.
   Φωνές ακούγονται απ’ έξω, ο Γιάννης προσπαθεί να συντονίσει την κατάσταση, να βάλει στη σειρά τους βρεγμένους πρόσφυγες με προτεραιότητα και φυσικά πρώτα τα παιδιά. Άλλοι εθελοντές μπαίνουν μέσα στην καμπίνα, πηγαινοέρχονται, προσπαθούν να βρουν ρούχα και παπούτσια για τις ηλικίες που θέλουν, όπως ψάχνω κι εγώ. Η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη.
   Το κοριτσάκι σταμάτησε να κλαίει κι η Γιάννα άρχισε να το ντύνει. Του φόρεσε όμορφα ρούχα σε χρώμα λιλά, πολύχρωμο κασκόλ και καπέλο, κι έδειξε όμορφο σαν λουλούδι. Του δώσαμε στο χέρι την «τσάντα της ελπίδας» (περιέχει ρούχα, κάλτσες, παπούτσια, γλειφιτζούρια, ένα μικρό παιχνίδι). Όταν βγήκε από την καμπίνα έμοιαζε σαν να ήταν ένα άλλο, διαφορετικό παιδί. Το χαμόγελό της ήταν μια ηλιαχτίδα, τα μάτια της ένα ουράνιο τόξο. Έτρεξε στον πατέρα της χαρούμενη.
   Αυτή η εικόνα που είδα, αυτή η μεταμόρφωση, ο φόβος και ο πόνος που γίνεται ελπίδα, μετά τον εφιάλτη μια μικρή ευτυχία, το αναπάντεχο αίσθημα της ασφάλειας, η μικρή που άρχισε να πετά σαν πεταλούδα, αυτή λοιπόν η εικόνα, θα μείνει στην καρδιά μου για πάντα .

   Όταν επικρατεί πανικός, δεν πολυκαταλαβαίνεις τι συμβαίνει γύρω σου. Τρέχεις κι εσύ πανικόβλητος να βοηθήσεις, ειδικά τα παιδιά. Αυτά, με τα τόσο αθώα μάτια. Αν όμως για μια στιγμή, μόνο μια στιγμή, σταματήσεις και κοιτάξεις γύρω σου, αποστασιοποιηθείς από τον κακό χαμό που σε περιτριγυρίζει, τότε καταλαβαίνεις πως αυτό που συμβαίνει εκείνη την ώρα είναι μια μεγαλειώδη στιγμή, μια στιγμή που θα γραφτεί, σαν όλες τις σημαντικές, στην ιστορία. Κι αυτό, θες δε θες, σε συγκλονίζει. Παρεμπιπτόντως, η ιστορία είναι αυτή που θα κρίνει το σωστό και το λάθος, κανείς άλλος.
   Οι εθελοντές (οι πραγματικοί εθελοντές, αλλά κι όλοι αυτοί που προσφέρουν απλόχερα) δεν κοιτάνε εθνικότητα, φύλο κλπ. Δεν κάνουν διακρίσεις. Η ανθρωπιά δεν κάνει διακρίσεις.
   Κι αν καμιά φορά αφήσω να με επηρεάσουν τα σχόλια που μιλάνε για κινδύνους, στο νου μου έρχονται τα λόγια του Καζαντζάκη: «Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: "Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;" Πολέμα!».
   Είμαι περήφανη για τους Σαμιώτες εθελοντές (όπου κι αν δραστηριοποιούνται). Το Σαμιακό εθελοντικό κύμα είναι ίσως το μεγαλύτερο της Ελλάδας. Είμαι περήφανη για τις ομάδες (μεταξύ αυτών και τη δική μου, Friendly Humans) που βοηθούν με την προσφυγική κρίση. Γιατί, μια σπίθα αγανάκτησης γι’ αυτήν την τραγωδία, τη μετέτρεψαν σε φωτιά που ζέστανε τις ψυχές όλων και έδωσε ελπίδα.

 (Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Όταν δεις



                                                  


   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ (Άτομο Με Ειδικές Ανάγκες), να το σεβαστείς και να το εκτιμήσεις, γιατί έχει περάσει τόσες δυσκολίες (κι όμως το παλεύει ακόμα), όσες εσύ θα χρειαζόσουν δέκα ζωές για να περάσεις (και πολλές φορές εσύ παραδίνεσαι με την παραμικρή δυσκολία).
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, να το κοιτάς στα μάτια και να του συμπεριφέρεσαι σαν ίσο κι όχι σαν κατώτερο.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, να κάνεις ό,τι μπορείς για να το βοηθήσεις.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ να περνά το δρόμο, ή να το βγάζουν από σταματημένο αυτοκίνητο, να είσαι υπομονετικός οδηγός και να μην κορνάρεις ανυπόμονα. Δείχνεις –το λιγότερο- απολίτιστος.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, μπορείς να το αφήσεις να προηγηθεί στη σειρά μιας τράπεζας ή δημόσιας υπηρεσίας. Σκέψου πως ίσως δεν έχει τις αντοχές και τη δύναμη να περιμένει – εσύ τις έχεις. Πέντε λεπτά αργότερα αν γίνει η δουλειά σου δε χάλασε ο κόσμος. Αντιθέτως, θα νιώσεις περήφανος με τον εαυτό σου για την καλή πράξη που έκανες σήμερα.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, μην το κοροϊδέψεις ποτέ.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, μην το πληγώσεις ποτέ. Αρκετά το πλήγωσε η ίδια η ζωή.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, να το κατανοείς με ενσυναίσθηση και να του συμπαραστέκεσαι. Σκέψου πως κάποτε ίσως δεν ήταν ΑΜΕΑ. Σκέψου πως σίγουρα δεν ήταν επιλογή του. Πώς θα σου φαινόταν αν μια μέρα ανακάλυπτες κι εσύ πως κάποια πράγματα (όπως η υγεία) τελικά δεν είναι δεδομένα στη ζωή;
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, να είσαι ευγενικός μαζί του.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, να του μιλάς με ειλικρίνεια.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, ενδιαφέρσου για τα προβλήματά του. Κοίταξέ τα κατάματα με θάρρος και μην τα αποφεύγεις σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, επιβράβευσέ το, ενθάρρυνέ το.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, μην του συμπεριφερθείς σαν να είναι μωρό, ή τελείως ανίκανος. Δεν είναι. Ακόμα κι αν ετοιμάζεται να «παραδώσει τα όπλα» σε στιγμή αδυναμίας, πρέπει να το βοηθήσεις να καταλάβει ότι αν θέλει, μπορεί.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, μην του συμπεριφερθείς με οίκτο.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ στις «δύσκολες» μέρες του (κι έχει κάθε δικαίωμα να έχει τέτοιες), μην τσιμπάς και μην το ξεσυνερίζεσαι. Αγκάλιασέ το με στοργή.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ λυπημένο, να προσπαθήσεις να του απαλύνεις τον πόνο.
   Εάν ένας φίλος σου γίνει ΑΜΕΑ, μην απομακρυνθείς από κοντά του. Τώρα είναι που σε χρειάζεται περισσότερο.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, να ξέρεις πως έχει πονέσει κι έχει κλάψει πολύ στη ζωή του. Δικαιούται λίγη χαρά.
    Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, χαμογέλασέ του. Το αξίζει.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, να ξέρεις πως, εάν κάνετε παρέα, είναι πιθανότερο να «πάρεις» από αυτό περισσότερα από όσα θα του «δώσεις».
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, να ξέρεις ότι μπορεί να γίνει ο καλύτερός σου φίλος.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, να το ακούς προσεκτικά. Έχει μια διαφορετική (κι ίσως καλύτερη) φιλοσοφία για τη ζωή.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, μην απομακρυνθείς από φόβο, δεν είναι κολλητικό…
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, να σκεφτείς πως χρειάζεται ό,τι χρειαζόμαστε όλοι μας στη ζωή. Και κυρίως αγάπη.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, να σκεφτείς πως δικαιούται ό,τι δικαιούμαστε όλοι μας στη ζωή.
   Όταν δεις ένα άτομο ΑΜΕΑ, βάλε τον εαυτό σου στη θέση του. Ακόμα κι αν δεν ξέρεις πώς να χειριστείς την κατάσταση, θα πάρεις μια ιδέα.
   Όταν δεις κοντινούς συγγενείς Ατόμου Με Ειδικές Ανάγκες, και στα μάτια τους παρατηρήσεις μια μόνιμη θλίψη, μην αναρωτηθείς το γιατί…


 (Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Τελευταίες επιθυμίες


Ραφαέλο Σάντσιο

  
 Λένε πως, λίγο πριν αναχωρήσουν οι άνθρωποι για το τελευταίο ταξίδι της ζωής τους, περνάει ολάκερη η ζωή μπροστά από τα μάτια τους. Να ‘ναι αλήθεια τάχα αυτό;, σκέφτομαι καθώς βλέπω έναν παππούλη με βλέμμα απλανές να κείτεται στο κρεβάτι του πόνου ενός νοσοκομείου. Κοιτάζει προς το ταβάνι, αλλά μοιάζει σαν να μην το βλέπει. Ωχρό πρόσωπο, ακίνητος και καταβεβλημένος.
   Το δωμάτιο είναι δίκλινο, αλλά το δεύτερο κρεβάτι άδειο. Εκείνος είναι μόνος, δεν είναι κανείς δικός του κοντά. Στο τραπεζάκι δίπλα του ένα ποτήρι νερό, τίποτα άλλο. Μοιάζει παρατημένος, ξεχασμένος, ακόμα κι απ’ το Θεό.
   Τον ακούω να παραμιλάει, για την ακρίβεια βλέπω τα χείλη του να ανοιγοκλείνουν κι ακούω ένα ανεπαίσθητο μουρμουρητό, κάτι σαν παραλήρημα μοιάζει, κι έτσι τον πλησιάζω για να ακούσω τι λέει.
   «Πού ‘ναι τα αδέρφια μου; Να ‘τα, να ‘τα. Περιμένετε λίγο, θα ‘ρθω κι εγώ στο σκολειό σήμερα. Θα πάμε μαζί κι οι πέντε, ο δρόμος είναι δύσκολος και μακρύς, θα βοηθάμε ο ένας τον άλλον. Άντε γρήγορα μην αργήσουμε, θα μας πάρει ο διάολος αν μας δούνε αργοπορημένους!»
   Τα φρύδια του έχουν σμίξει, θαρρείς από αγωνία. Μετά χαλαρώνει, χαμογελά και συνεχίζει: «Πρόσεξε μη βρέξεις τα παπούτσια σου. Δεν έχουμε άλλα. Θα σε βάνει ο πατέρας τιμωρία να καθαρίζεις μια βδομάδα τα γουρούνια. Πρόσεξε. Δέσε τα κορδόνια, πέρασέ τα στο λαιμό, να, έτσι, και τώρα τσαλαβούτα όσο θες». Γελάει εξασθενημένα. «Το κύμα πρόσεχε, το κύμα! Α, καλά να πάθεις άτιμο, στο είπα εγώ!»
   Κλείνει για μια στιγμή τα μάτια, μόνο για λίγο, και σοβαρεύει. Η φωνή του βραχνιάζει. «Μάνα, μη σκιάζεσαι, καλά θα είμαι. Θα σας γράφω από το στρατό. Ναι μάνα, δυο χρόνια, αλλά θα είμαι καλά. Την ευχή σου δώσε μου μόνο. Να προσέχεις μάνα, βάστα γερά, δυο χρόνια και θα έρθω να σε ξεκουράσω, βάστα». Ένα δάκρυ κυλάει απ’ τα μάτια του. Θα ορκιζόμουν πως είναι πικρό…
   Τον πλησιάζω κι άλλο. Κάθομαι δίπλα του και του πιάνω απαλά το χέρι. Μου σφίγγει το δικό μου.
   «Είδες Χαρά μου; Το είδες; Το πρώτο μας εγγόνι. Και είναι και αγόρι. Ναι, ναι, έχεις δίκιο, γερό να είναι κι ό,τι να ‘ναι». Τα χείλη του στολίζει ένα χαμόγελο και πάλι. «Αλλά είναι αγόρι!», ψιθυρίζει με καμάρι. «Κουπεπέ, κουπεπέ…» προσπαθεί να τραγουδήσει, κουνώντας ανεπαίσθητα και το χέρι του, αυτό που πριν λίγο έσφιγγε το δικό μου.
   Χαμογελώ. Αν μη τι άλλο, αυτές είναι ωραίες αναμνήσεις, απ’ αυτές μάλιστα που δεν ξεθωριάζουν, που δεν τις ακουμπά καθόλου ο χρόνος. Κάνω να φύγω, ήσυχη πια πως δεν υποφέρει. Μου ξανασφίγγει το χέρι με όση δύναμη φαίνεται να έχει, ανεπαίσθητα δηλαδή. Δεν θέλει να τον αφήσω μόνο.
   «Και πάντα κοντά μου η χαρά μου, εσύ, Χαρά μου. Και στις χαρές και στις λύπες. Αχ…», μονολογεί κι αναστενάζει. Συνειδητοποιώ πως με έχει περάσει για τη γυναίκα του. Ποιος ξέρει άραγε, εκείνη είναι εν ζωή;, αναρωτιέμαι. «Το πιο ωραίο κορίτσι του χωριού», χαμογελάει περήφανος. «Η πιο καλή νοικοκυρά. Και μια μαγείρισσα άλλο πράμα! Ξέρεις τι πεθύμησα πιότερο, Χαρά μου, απ’ όλα κείνα τα όμορφα που έφτιανες; Πεθύμησα να φάω τηγανίτες απ’ τα χεράκια σου. Τηγανίτες με τριμμένο τυράκι».
   Νοσταλγική η διάθεσή του, γλυκιά, απ’ αυτές που δεν μπορείς να μην προσέξεις, απ’ αυτές που σε παρασέρνουν και σένα στο διάβα τους.
   «Στάσου να πάω να φτιάξω, καλέ μου» του ψιθυρίζω, «και θα σου φέρω. Περίμενε, ε;». Εκείνος κουνάει αμυδρά το κεφάλι με ευχαρίστηση.
   Του αφήνω το χέρι και σηκώνομαι. Σε μισή ώρα τελειώνει η βάρδια μου. Σκοπεύω να πραγματοποιήσω την επιθυμία του. Ελπίζω να προλάβω…

 (Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)