Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Στιγμές αδυναμίας


                                              
Θεέ μου
   Σήμερα είχα την ανάγκη να σου μιλήσω, ίσως γιατί είσαι ο μόνος που μπορεί να με καταλάβει, ο μόνος που μπορεί να απαλύνει τον πόνο στην καρδιά μου. Και σίγουρα ο μόνος που με ξέρει τόσο καλά. Γυμνή είμαι στα μάτια σου Θεέ μου, δεν μπορώ και δεν θέλω να σου κρύψω τίποτα απ’ όσα υπάρχουν στο μυαλό και την ψυχή μου. Άλλωστε, εσύ τα ξέρεις όλα, ακόμα και πριν τα χείλη μου το φανερώσουν.
   Ξέρω πως καταφεύγω σε σένα στις δύσκολες στιγμές μου, μη νομίζεις όμως πως σε ξεχνώ. Σε κουβαλώ καθημερινά μαζί μου κι αυτό φαίνεται πολύ καλά από τον τρόπο που προσπαθώ να ζήσω τη ζωή μου. Από τον τρόπο που ακολουθώ τις εντολές σου, ακόμα και τους άγραφους νόμους σου. Η σοφία έρχεται με τα χρόνια. Τα λάθη μου τα μετανιώνω και διδάχθηκα από αυτά -το ξέρεις καλά.
    Πιστεύω. Πιστεύω εις ένα Θεό, ο οποίος, εκτός απ’ όλα τ’ άλλα, με κάνει καλύτερο άνθρωπο. Πιστεύω, γιατί αν δεν πίστευα, αν δεν υπήρχε η πίστη, σαν λέξη κι έννοια, ο κόσμος θα ήταν πολύ διαφορετικός. Θα ήταν χαμένος. Γιατί η πίστη προχωρά παρέα με την ελπίδα, πιασμένες χέρι –χέρι, σαν τις καλύτερες φίλες. Αν δεν είχαμε ελπίδα για μια καλή και δίκαιη ζωή, τότε δε θα πιστεύαμε στην ίδια τη ζωή.
   Παρόλα αυτά, σου μιλώ τούτη την ώρα, γονατισμένη δίπλα στο κρεβάτι μου, όπως συνήθιζα να κάνω από μικρή, γεμάτη αμφιβολία. Και ζητώ προκαταβολικά συγνώμη γι’ αυτό, άνθρωπος είμαι και δεν μπορώ πάντα να δαμάζω τις αδυναμίες μου. Σήμερα λοιπόν είχα την ανάγκη να σου μιλήσω, να σου εξομολογηθώ αυτές μου τις αμφιβολίες.
   Βλέπω ανθρώπους γύρω μου που δεν ακολουθούν το δρόμο σου, το δρόμο της αρετής και της αγάπης. Ανθρώπους κακούς και μοχθηρούς που πατάνε επί πτωμάτων, ανθρώπους που δεν κοιτάζουν κανέναν εκτός από τον εαυτό τους, θαρρείς και δεν έχουν ψυχή ούτε καρδιά μέσα τους, παγωμένους, σαν να τους γέννησε νεκρή μάνα. Άλλους, που έχουν θεό το χρήμα. Και διάφορα άλλα άσχημα βλέπω Θεέ μου, και τυφλός να ήταν κάποιος θα τα έβλεπε, κι όλα αυτά τα άσχημα βλέπω πως έχουν επιπτώσεις στους υπόλοιπους, σε καλούς ανθρώπους, αθώους, που ζούνε στη δυστυχία και τη μιζέρια, πληρώνοντας, χωρίς να χρωστάνε, τα λάθη αυτών.
   Και παρόλα αυτά βλέπω, Θεέ μου, ότι συχνά αυτοί κερδίζουν ό,τι  θέλουν στη ζωή… Κι αυτό που με πονά περισσότερο είναι το χαμόγελό τους, χαμόγελο βάρβαρου κατακτητή, τη στιγμή που ταπεινοί άνθρωποι έχουν ξεχάσει πώς είναι να χαμογελούν…
   Πικραμένη είμαι Θεέ μου, πικραμένη με την αδικία, την κακία, τη δυστυχία που υπάρχει στη ζωή. Ανθρώπους που πεινάνε, που δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι. Πόλεμοι, συμφορές, ασθένειες του σώματος και του νου, αυτοκτονίες. Θα πληρώσει άραγε κανείς, μικρός ή μεγάλος φταίχτης, για το κακό τούτο;
   Απελπισμένη είμαι, Θεέ μου, θα διορθωθεί άραγε κάτι; Θα ξημερώσει μια άλλη μέρα; Κουράστηκα τόσο να περιμένω…
   Και μετά, λέω μετά… αξίζει; Τόση διαφθορά γύρω μας! Αξίζει να πολεμά κανείς το κακό; Αμαρτάνω, το ξέρω. Το μυαλό μου έχει θολώσει, δεν ξέρω τι σκέφτομαι, σαν να με έχει βάλει στόχο ο όφις, σαν να τρώει τα σωθικά μου…
   Δεν πρέπει να αμφισβητώ την κρίση σου, το ξέρω ότι σφάλλω. Ξέρω πως έχεις το σχέδιό σου-έχω δει τα σημάδια σου. Ξέρω ακόμα πως όλα αυτά είναι μαθήματα για μένα στη ζωή. Ανεκτίμητα μαθήματα. Αν δε δω το κακό, πώς θα ξεχωρίσω το καλό; Αν δε δω το τι δεν πρέπει, πώς θα σιγουρευτώ για το τι πρέπει;
   Όμως, Θεέ μου, ρίξε για λίγο το βλέμμα σου και σε μας τους ταπεινούς σου δούλους. Βοήθησέ μας λίγο, να μην χάσουμε το κουράγιο και την πίστη μας. Σε χρειαζόμαστε- έχουμε χαθεί...

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου