Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος τη χάρη…

 Έχω ένα φίλο στο facebook, το Βασίλη, ο οποίος, σε συζητήσεις οποιουδήποτε θέματος, αναφέρεται στις πεθερές και στην κακή φήμη που αυτές έχουν. Λέει πχ «άμα μπλέξεις με πεθερά χάθηκες!» ή «αρκεί να μη φιλοξενείς την πεθερά!» κι άλλα τέτοια.
   Η αλήθεια είναι πως ορισμένες φορές ξεκαρδίζομαι στα γέλια. Κι αυτό ίσως να έχει να κάνει με το ότι τα πιο πετυχημένα αστεία (όπως και τα ανέκδοτα) έχουν βγει από την ίδια τη ζωή. Παρόλα αυτά, παρατήρησα μια εμμονή στις επαναλαμβανόμενες αυτές αναφορές στις πεθερές, σαν να τις έχει βάλει όλες μαζί στο στόχαστρο. Έτσι, αποφάσισα να το παίξω ένας μικρός Μπουκάι κι εγώ και… να σας πω μια ιστορία.
   Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια γυναίκα πολύ ταλαιπωρημένη από τη ζωή. Πέρασε από εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις υγείας, έκανε μια δύσκολη δουλειά η οποία την έκανε λίγο πιο ευάλωτη στις αντοχές της, και μεγάλωσε μαζί με το σύζυγό της δύο αγόρια. Λόγω του ότι προερχόταν από πολύ φτωχή οικογένεια με πολλά παιδιά, ήξερε την έννοια της οικονομίας, κι έτσι ήταν πάντα μετρημένη στα έξοδά της. Ποτέ δεν βγήκε να πιει ένα καφέ με τις φίλες της, ενώ τα ρούχα που ψώνιζε η ίδια ήταν ελάχιστα και τα απολύτως αναγκαία. Πέτυχε όμως το σκοπό της. Κατάφερε να σπουδάσει τα παιδιά της και να τους φτιάξει κι από ένα σπίτι.
   Όταν ήρθε ο καιρός να παντρέψει τους γιους, ονειρευόταν δυο νύφες επίσης σπουδαγμένες και με οικονομική επιφάνεια. Η ζωή όμως θέλησε να μην της κάνει τη χάρη και ξαφνικά είδε τα όνειρά της να καταρρέουν. Είδε κι αποείδε, αφού πρώτα προσπάθησε ανεπιτυχώς να επιβάλλει την… τάξη, κι αποφάσισε να δεχτεί τις επιλογές των παιδιών της. Όταν απέκτησε εγγόνια, δήλωσε ότι δεν ήταν διατεθειμένη  να τα κρατάει εκείνη, όπως άλλες γιαγιάδες.
   Η μία νύφη στενοχωρήθηκε γιατί ήθελε το παιδί της να έχει στενές σχέσεις με τη γιαγιά του. Όμως, σκέφτηκε πως είναι δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να επιλέγει το τι θέλει να κάνει στη ζωή του και δεν μπορεί κανείς να του επιβάλλει το αντίθετο. Έτσι, σεβάστηκε την επιθυμία της, ποτέ δεν της φόρτωσε το παιδί ή άλλα προβλήματα και κράτησε μία  σχέση τυπική και ήρεμη. Στο κάτω –κάτω, επρόκειτο για τη μητέρα του συζύγου της.
   Η άλλη νύφη αντέδρασε σαν να μην άκουσε τίποτα. Κάθε μέρα πήγαινε και της άφηνε το παιδί με το έτσι θέλω, ακόμα κι όταν δεν ήταν ανάγκη, ή της το αρνιόταν, ή ήταν άρρωστη. Σαν να μην έφτανε αυτό, της έβγαζε γλώσσα ή της επέβαλλε πράγματα και καταστάσεις.
   Φυσικά ήταν και στην υπόλοιπή της ζωή έτσι. Κοιτούσε πώς θα περνάει καλά και πώς θα αποκτά χρήματα, ευκαιρίες, άλλων ιδέες- με φθόνο. Αντιμιλούσε σε όποιον είχε διαφορετική άποψη, χωρίς να υπολογίζει και να σέβεται τίποτα. Διεκδικούσε με πείσμα, ακόμα κι αυτά που δεν της ανήκαν και λάτρευε να ζει εις βάρος των άλλων. Το χειρότερο, η αχαριστία της ήταν τόσο μεγάλη που έλεγε πως η πεθερά της δεν τη βοήθησε καθόλου και σε τίποτα.
   Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η γυναίκα άρχισε να εκτιμά την πρώτη της νύφη. Κατάλαβε πως τελικά δεν έχουν σημασία τα πτυχία αλλά η παιδεία του κάθε ανθρώπου, παιδεία που τον καθιστά ευγενικό, καλό άνθρωπο και με ενσυναίσθηση για τους γύρω του. Και το σημαντικότερο, αυτή η νύφη πρόσεχε πολύ το γιο της και μια μάνα χαίρεται πάντα όταν βλέπει ευτυχισμένο το παιδί της. Κι ήταν τόση η εκτίμησή της που, σε μια μεταξύ τους συζήτηση, είπε μετανιωμένη: «αχ, τι σου ‘κανα κι εσένα κάποτε…». Κι η νύφη δεν απάντησε, παρά μόνο της άγγιξε το χέρι απαλά.
  
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

1 σχόλιο: