Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Το στερνό αντίο σε έναν αγαπημένο φίλο


   Είχα την ευλογία να μεγαλώσω, από τα 8 ως τα 18 μου χρόνια, σε μια πολυκατοικία με 49 διαμερίσματα, δηλαδή με άλλες 49 οικογένειες, από τις οποίες οι περισσότερες είχαν και παιδιά. Στη μία άκρη της πόλης, δίπλα στη θάλασσα, όταν μαζευόμασταν για παιχνίδι, μαζί με τα παιδιά της υπόλοιπης γειτονιάς, νόμιζε κανείς πως βρισκόταν μέσα σε μια μεγάλη, αν όχι γιγάντια, παιδική χαρά. Κι ήταν αυτό ακριβώς που αποκόμιζε κανείς όταν μας έβλεπε: η παιδική ΧΑΡΑ, σε όλο της το μεγαλείο.
   Έμενα στον τέταρτο όροφο με την οικογένειά μου. Στον τρίτο, ζούσε η οικογένεια Ελληνικάκη, η οποία είχε δύο γιους. Με τα χρόνια, οι δυο οικογένειες απέκτησαν σχέσεις αδελφικές. Θυμάμαι τη μαμά μου κάθε πρωί να συμμαζεύει γρήγορα –γρήγορα το σπίτι, ώστε να προλάβει να πιει τον πρωινό της καφέ παρέα με τη φίλη της, την κυρία Ντενίζ, πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο. Αλλά και στις χαρές και τις λύπες, η κυρία Ντενίζ ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο απευθυνόταν η μαμά μου. Εκείνη, κοίταξε κατάματα την πάθηση της μαμάς μου, τη στιγμή που πολλοί από εμάς δυσκολευόμασταν… Όλο αυτό μου έχει τυπωθεί τόσο έντονα στο μυαλό, ώστε μέχρι σήμερα, όταν αναφέρω τη λέξη «φίλη», η εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό είναι της μαμάς μου με την κυρία Ντενίζ. Κι αν κάτι ευχόμουν από μικρή, είναι να αποκτήσω κι εγώ κάποτε μια τέτοια καλή φίλη.
   Τον κύριο Βαγγέλη, κάποια στιγμή στο σχολείο, τον είχα γυμναστή. Τον θυμάμαι, στις δοκιμαστικές παρελάσεων, να φωνάζει με την χαρακτηριστική, βροντερή φωνή του: «Χέρι, κεφάλι, τακούνι!». Και κανείς δεν τολμούσε να παρακούσει. Ακόμα και σήμερα, αυτό μου θυμίζει παράγγελμα ζωής. Δηλαδή το κεφάλι ψηλά, ορθό παράστημα και να πατάμε καλά στη γη, ζωηρό το χέρι, αυτό το χέρι που άμα θέλει όλα τα κάνει.
   Όταν έτρεχα μέσα στο σπίτι κι έκανα φασαρία, η μαμά μου έλεγε: «Ησυχία, θα θυμώσει ο κύριος Βαγγέλης!». Και πώς τα φέρνει έτσι η ζωή, αρκετά χρόνια μετά να μείνω κι εγώ σε αυτό το σπίτι, να μεγαλώνω την κόρη μου και να τη μαλώνω, με τα ίδια ακριβώς λόγια: «Ησυχία, θα θυμώσει ο κύριος Βαγγέλης!». Ένας κύριος Βαγγέλης που σε ξεγελούσε η φωνή του, γιατί ήταν άνθρωπος μαλακός σαν βούτυρο, καλοσυνάτος και πάντα με αγάπη για τα παιδιά. Όλα τα παιδιά.
   Και φυσικά, δυο τέτοιοι καλοί γονείς, μεγάλωσαν δύο υπέροχα καλά παιδιά. Ο Παμίνος ήταν μόνο δυο χρόνια μεγαλύτερός μου, κι έτσι κάναμε περισσότερη παρέα. Αχ, ο καλός μου ο Παμίνος… που γι’ αυτόν ξεκίνησα σήμερα να τα γράφω όλα αυτά…
   Ήταν ένας άγγελος. Ένα ξανθούλικο αγοράκι με μακριά μαλλάκια και λεπτά χαρακτηριστικά. Ένα καλοσυνάτο παιδί κι ένας τζέντλεμαν αργότερα. Θυμάμαι που, σαν μικρότερη, πήγαινα και τον πείραζα συνέχεια, γιατί ήταν τόσο ευγενικό παιδί ώστε ποτέ δεν διαμαρτυρόταν, ποτέ δεν ανταπέδιδε. Μόνο γελούσε. Όταν είχε σπάσει το πόδι του, κατέβαινα να του κάνω παρέα και του ζωγράφιζα το γύψο, ανάμεσα στις ζωγραφιές που του είχαν ήδη κάνει οι φίλοι και συμμαθητές του. Ήταν τόσο δραστήριος, που νομίζω πως εκείνη η περίοδος ακινησίας του είχε κοστίσει πολύ. Κι ίσως να είναι γι’ αυτό, που ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως έφυγε από κοντά μας…
   Η εκκλησία ασφυκτικά γεμάτη. Πρησμένα μάτια, δάκρυα να κυλούν ασταμάτητα. Δεν γινόταν αλλιώς. Ο Παμίνος είχε αγγίξει τις ζωές πάμπολλων ανθρώπων, τις είχε φωτίσει, τις είχε ζεστάνει. Ήταν φίλος κι αδερφός μας. Ευλογημένοι οι άνθρωποι που αγαπήθηκαν τόσο όσο εκείνος…
   Φεύγοντας απ’ το νεκροταφείο, πέρασα μπροστά απ’ τον κήπο, εκεί όπου πριν 2-3 χρόνια περάσαμε ώρες βάφοντας τα σπιτάκια των Χριστουγέννων. Σταμάτησα και κοίταξα μέσα. Ο Παμίνος, τότε, μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο Μαριάννα, ζωγράφιζε τα καλικαντζαράκια, έκοβε χαρτόνια, σχεδίαζε και χαμογελούσε ενθουσιασμένος σαν μικρό παιδί. Και τώρα σιωπή… Μια βουβή σιωπή που ζαλίζει και ευνουχίζει, γιατί ακόμη δεν το χωράει ο νους… Καλό ταξίδι φίλε μου. Θα είσαι πάντα στην καρδιά μου.
   Η οικογένεια Καστάνη εκφράζει τα βαθύτατα συλλυπητήριά της στους συγγενείς του.
  
  (Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

1 σχόλιο: