Είναι Μεγάλη Τετάρτη. Ανηφορίζω για το
νεκροταφείο, με γεμάτα τα χέρια από λουλούδια. Είναι η μέρα τέτοια σήμερα, που
το επιβάλλει. Κι είναι η μέρα τέτοια σήμερα, που το κοιμητήριο έχει πάρα πολύ
κόσμο. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, σαν να έχουμε δώσει ραντεβού να
συναντηθούμε εκεί τη συγκεκριμένη ώρα. Κι έτσι είναι, αν το καλοσκεφτείς, ένα
σιωπηλό ραντεβού, που έχει δοθεί εδώ και χρόνια μεταξύ μας. Και πριν από μας
ήταν ραντεβού κάποιων άλλων, κι ακόμα πρωτύτερα κάποιων άλλων. Σύμφωνα με τις
επιταγές της θρησκείας μας.
Βρισκόμαστε παρέα με τους αγαπημένους αλλά
χαμένους ανθρώπους της ζωής μας, που δεν μπορούνε να μας πούνε πια μια κουβέντα
που θα θέλαμε τόσο πολύ να ακούσουμε, ταυτόχρονα όμως παρέα και με τους
επισκέπτες. Θα ακούσουμε τη δική τους καλημέρα, θα αντικρίσουμε το δικό τους
χαμόγελο, λίγο σφιγμένο λόγω των περιστάσεων, όπως και το δικό μας άλλωστε,
μιας κι η πραγματικότητα πονάει ακόμα. Όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Έντονη κινητικότητα. Λάστιχα νερού
ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί. Δεν φτάνουν για όλους κι έτσι ο καθένας περιμένει
υπομονετικά τη σειρά του, άλλωστε δεν αργούν. Όλοι πλένουν κι ευπρεπίζουν την
τελευταία κατοικία των δικών τους ανθρώπων. Μάρμαρα καθαρά και καλογυαλισμένα,
λουλούδια -με γλάστρες ή χωρίς- γύρω από το μνήμα, ένα λουλουδένιο στεφάνι
περασμένο στο σταυρό.
Μαγκώνω τις γλάστρες στο πλάι, να μην τις
πάρει ο αέρας. Τις ποτίζω. Ανάβω το καντηλάκι της γιαγιάς, ανάβω και το
θυμιατό. Καθαρίζω τη φωτογραφία της, αλλά δε φταίει η σκόνη που φαίνεται θολή.
Έχει ξεθωριάσει με τα χρόνια. Χρόνια που άλλοτε μου φαίνονταν σαν παραπάνω κι
άλλοτε πάλι σαν λίγες μόνο στιγμές. Σαν να με κοροϊδεύει ο χρόνος και να παίζει
μαζί μου παιχνίδια…
«Αχ βρε γιαγιά…», της λέω και είμαι σίγουρη
πως καταλαβαίνει τι θέλω να της πω. Μεταξύ μας δεν χρειαζόταν ποτέ να πούμε
πολλά. Κι ας είχαμε τις εντάσεις μας πότε – πότε.
Ψάχνω τριγύρω με το βλέμμα για έναν γνωστό
μου κύριο. Τον συναντώ τακτικά εδώ. Κάθε φορά μου λέει, με κούραση και θλίψη
στο πρόσωπο, το ίδιο πράγμα: «Ήρθα και σήμερα να της κάνω παρέα, να τα πούμε…».
Τον καταλαβαίνω. Και αυτόν και όλους τους άλλους που σιγοψιθυρίζουν πάνω από
τους αγαπημένους τους. Μήπως κι εγώ αυτό δεν κάνω;… Πώς να σταματήσει κανείς
αυτή τη συνήθεια; Δεν σταματιέται. Όταν μια ολάκερη ζωή έχεις συνηθίσει να έχεις
δίπλα σου το σύντροφό σου, και γενικά κάποιον πολύ δικό σου, μαζί στις χαρές
και τις λύπες, μαζί σε όλα, ακόμα και στα πιο απλά και καθημερινά, δεν είναι
εύκολο το αντίο…
Καμιά φορά σκέφτομαι πως δεν φτάνει μια
ολόκληρη ζωή για να πούμε όλα αυτά που θέλουμε, για να μοιραστούμε την ψυχή
μας, με τους δικούς μας ανθρώπους. Κι άλλοτε πάλι, σε άλλες περιστάσεις, πόσο
περίεργο, αρκεί μόνο ένα βλέμμα…
Δεν βλέπω τον γνωστό μου κι έτσι αρχίζω να
κατηφορίζω προς την έξοδο. Κοιτάζω τα μνήματα γύρω μου. Έτσι ολάνθιστα όπως
είναι, μοιάζουν σαν να φορούν τα γιορτινά τους. Ξεχασμένοι δεν είναι ποτέ αυτοί
που αγαπήσαμε, ακόμα κι αν έχουν φύγει, ή, όπως είχα ακούσει κάποτε, όσοι ζουν
στη μνήμη μας δεν πεθαίνουν ποτέ.
Το βλέμμα μου στέκεται σε ένα μνήμα. Δεν
βλέπω ποιος είναι, βλέπω όμως μια μεγάλη ζωγραφιά στερεωμένη πίσω από το τζάμι.
Σταματώ και την παρατηρώ με προσοχή. Σίγουρα κάποιο παιδί την ζωγράφισε, και
ένα παιδί μπορεί, χωρίς λόγια, να πει τα πάντα. Ένα καραβάκι που πλέει σε μια
μεγάλη μπλε θάλασσα. Λίγο φουρτουνιασμένη, σαν τις ψυχές μας…
(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα samiakonvima.blogspot.gr/ στις 20 Απριλίου 2015)