Διαβάζω ποίηση. Αυτό που μου αρέσει σε αυτήν, είναι το ταλέντο ορισμένων ανθρώπων να περιγράφουν μια ολόκληρη ιστορία με λίγες μόλις λέξεις. Μάλιστα, οι λέξεις που επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν, είναι τέτοιες που βοηθούν τη φαντασία να μετατρέψει αυτήν την ιστορία σε εικόνα. Ταυτόχρονα, σου γεννούν τέτοιο πλήθος συναισθημάτων, που απορείς πώς λίγες μόνο λέξεις γίνεται να έχουν τέτοια ικανότητα. Κι όμως. Το άγγιγμα της ποίησης είναι μαγικό.
Πάντα το θαύμαζα αυτό. Ίσως γιατί, παρόλο που γράφω κι εγώ η ίδια, δεν μπόρεσα σχεδόν ποτέ να το καταφέρω. Χρειάζομαι πολλές λέξεις, χρειάζομαι προτάσεις επί προτάσεων για να περιγράψω και να αποδώσω αυτό που θέλω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ανήκω σε άλλη κατηγορία λοιπόν, αλλά τίποτα δεν με εμποδίζει, μερικές φορές, να εναποθέτω την ψυχή μου γλυκά στα χέρια ενός ποιητή. Αντιθέτως, το αποζητώ.
Στα χέρια μου κρατώ τη συλλογή ποιημάτων «Οι άλλοι/The others», του Σταύρου Σταύρου, φίλου από την Κύπρο. Για την ακρίβεια, το free pdf αρχείο της συλλογής του, το οποίο κατέβασα από εδώ https://gumroad.com/stavros… . Είχα αναφερθεί και πάλι στον Σταύρο προ ημερών, στο f/b, με αφορμή ένα ποίημα -με θέμα το προσφυγικό -το οποίο μου αφιέρωσε. Να σημειώσω εδώ πως η συλλογή συνοδεύεται κι από την αγγλόφωνη εκδοχή της. Σιγά –σιγά ολοκλήρωσα το διάβασμα της συλλογής αυτής, και λέω σιγά- σιγά όχι επειδή είναι μεγάλη, αλλά επειδή τα ποιήματά του είναι σαν το καλό κρασί που το πίνεις γουλιά- γουλιά˙ η υπέροχη γεύση του προκαλεί τόσο ευχάριστα τον ουρανίσκο, που δεν θέλεις να τελειώσει ποτέ.
Παρόλο που το θέμα του – το προσφυγικό – είναι ένα θέμα που στο διάβα του αφήνει πληγές και πονάει, διαβάζοντας τα ποιήματα αυτά νιώθει κανείς πιο ολοκληρωμένος, πιο γεμάτος, ακόμα και πιο κατασταλαγμένος. Θα έλεγα πως η ανάγνωσή τους είναι ένα “πέρασμα” για τον αναγνώστη. Ένα πέρασμα σκληρό αλλά και γλυκό συνάμα, σαν το επικίνδυνο αλλά κι ελπιδοφόρο πέρασμα των προσφύγων από τη μία ακτή στην άλλη. Οι λέξεις είναι η βάρκα που σε μεταφέρει από την αρχή ως το τέλος του ταξιδιού. Και είτε πνίγεσαι μες την αλήθεια τους, ή επιβιώνεις αναγνωρίζοντάς την.
Μιλώντας για πόνο, σημειώνω πως ο ποιητής τον περιγράφει με μαεστρία στο ποίημα «Στο φινάλε». Αλλά και στο ποίημα «Κοντά τους», όποιος βοήθησε στο προσφυγικό θα καταλάβει επακριβώς τα τελευταία λόγια του ποιητή. Πράγματι, αυτοί που βοήθησαν τους πρόσφυγες, «χάιδεψαν με αγάπη και πόνο το θηρίο»… Κι αυτός ο πόνος έφερε νύχτες άυπνες, εφιάλτες, μέρες αδιέξοδες, κι ένα τραύμα που θα φέρουν μέσα τους παντοτινά…
Υπάρχουν κάποιες φορές που θέλεις τόσο πολύ να βοηθήσεις σε μια άσχημη κατάσταση, να είχες τη δύναμη να αλλάξεις τα πράγματα και να εξαφανιστεί η αδικία και το κακό από προσώπου γης, αλλά δεν μπορείς. Νιώθεις αδύναμος κι αυτή η αδυναμία σε τσακίζει. Κι αυτό το βλέπουμε στο πρώτο ποίημα, «Ούτε τα παιδιά μου», όπου γράφει «Δεν κοιμάμαι τις νύχτες, με δικάζω κι είμαι τόσο ένοχος που ούτε τα παιδιά μου δεν μου αξίζουν»… Κάπου εκεί παρα-δέχεσαι πως δεν είσαι Θεός, πως δεν μπορείς να αλλάξεις μόνος τα πράγματα- άλλοι κάνουν κουμάντο- όμως, τουλάχιστον, μπορείς να υπερασπίζεσαι το δίκιο με τη φωνή σου.
Κι αν αυτή η μία φωνή ενωθεί με άλλες; Στο ποίημα «Πες πως», προτρέπει τους ανθρώπους, με ελπίδα, να αντιμετωπίσουν το προσφυγικό όπως αντιμετωπίζουν το σεισμό ή τη φωτιά: να ξεχυθούν στο δρόμο φωνάζοντας όλοι μαζί. Και μια σκέψη που γεννιέται πίσω-πίσω στο μυαλό όταν συνειδητοποιείς την αλήθεια του… δεν είναι κρίμα να φωνάζουμε όταν κινδυνεύουν να χαθούν σπίτια, αλλά όχι ανθρώπινες ζωές;…
Κι όμως, εμείς ατενίζουμε το μέλλον με ασφάλεια, ήσυχοι. Για μας, το ξημέρωμα θα έρθει και πάλι στην ώρα του. Για κείνους; («Προνομιούχοι»). Επειδή όμως δεν σκεφτόμαστε όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο, «Εσύ δεν ξέρω τι σκέφτεσαι» γράφει ο ποιητής στο ποίημά του «Αποτύπωση».
Και κάπου εκεί το παράπονο προς το Θεό, από τον οποίο περιμένει κανείς βοήθεια, μια βοήθεια που κάποιες φορές δεν έρχεται ποτέ… («Παγιωμένη τεχνική»).
Πλούσια από συναισθήματα, τα ποιήματα του Σταύρου. Με θλίψη κι απογοήτευση αντικρίζει την σκληρή πραγματικότητα της ζωής, στο ποίημα «Ύστερα από αυτό», ενώ στο «Η μετανάστευση της ανθρωπιάς», η συνειδητοποίηση. Κάποτε το κύμα μας έφερνε έρωτες, τώρα ξεβράζει νεκρούς. Πράγματι, κάτι θα έπρεπε να μας λέει αυτό…
Το ποίημα «Ειδομένη», συγκλονιστικό. Ένα χαστούκι στην ύπαρξή μας. Μέσα σε λίγες λέξεις ο ποιητής έγραψε ολόκληρη ιστορία. Την ιστορία μας. “Και δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται ο τόπος που έδωσε το φως να πνίγεται τώρα σε τέτοιο σκοτάδι”, ενώ στο «Σαν Έλληνες», ο ποιητής μας θυμίζει πως «η μνήμη είναι η απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις». Μετά από αυτά τα δύο ποιήματα, το «Δηλητηριώδης ατμόσφαιρα στην Ευρώπη», σου αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα. Αυτό ήταν πράγματι το ιδανικό μας;…
Η υποκρισία, ακόμα ένα σημάδι της (ψεύτικης) εποχής που ζούμε, υπογραμμίζεται στο «Ένεκα εποχής». Οι δύο σκληρές όψεις αυτής της κατάστασης καταγράφονται στο ποίημα «Οι δύο όψεις».
Κι έρχεται η διαπίστωση πως «οι εποχές είναι γενναιόδωρες σε όλα και οπωσδήποτε σε θάνατο», στο ποίημα «Γενναιοδωρία». Κι όμως, σκέφτεσαι, είναι ακριβώς οι εποχές που η επιστήμη παλεύει για να επικρατήσει η ζωή…
Το ποίημα «Πρόσφυγες» είναι μια γροθιά στο στομάχι. Τι είναι πρόσφυγες; Ας το ακούσετε καλύτερα από τα δικά του χείλη… Στο «Βίοι παράλληλοι» δίνει ακόμη μια γροθιά: “Τα πρόσωπά τους φωτογραφίες του χειρότερου εαυτού μας…”
Τα ποιήματα «Απορία» και «Ουσιαστικό» επίσης συγκλονιστικά. Ή, ακόμα ένα παράδειγμα, του πώς μέσα σε λιγοστές γραμμές μπορεί κανείς να πει τα πάντα…
Μία από τις μεγάλες αλήθειες καταγράφεται και στο «Βολικές καταστάσεις». Ποια η διαφορά του λιμού από τον λοιμό; Τι μας φοβίζει και μας κινητοποιεί περισσότερο; Γιατί; Διαβάστε το.
Ο ποιητής δείχνει στα περισσότερα ποιήματά του ιδιαίτερη ευαισθησία για τα παιδιά, δείχνει την αγάπη του και τη συμπόνια του σε αυτά. Παράλληλα, σε ορισμένα ποιήματά του απευθύνεται στη μάνα. Ιδιαίτερα στο ποίημα «Ούτε εκεί, μάνα», η λέξη μάνα αναφέρεται έντεκα φορές, δώδεκα με τον τίτλο. Δείχνει τη σημασία αυτής της σχέσης, μάνας –παιδιών, ειδικά στις πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής μας. Εδώ, ο ποιητής μοιάζει να ταυτίζεται με τα προσφυγόπουλα αλλά ταυτόχρονα ταυτίζει και τα δικά του παιδιά. Μας παρουσιάζει τη δύσκολη καθημερινότητά του. Πώς να αντέξει κανείς να ζει, και μάλιστα όμορφα, όταν γνωρίζει για την τόση δυστυχία γύρω του; Για τον τόσο θάνατο, που σε πληγώνει περισσότερο όταν αφορά παιδιά;
Τελικά, τι είναι αυτό που του αφήνει αυτή η άσχημη κατάσταση; Μεταξύ άλλων, τα κόκκινα μάτια, στο εξαιρετικό ποίημα «Προσευχή», με το οποίο τελειώνει η υπέροχη συλλογή του Σταύρου Σταύρου.
Ξεκίνησα λοιπόν να γράψω δυο λόγια για όσα διάβασα στη συλλογή του και κατέληξα σε κάποιες σελίδες. Αν έγραφα και τις φράσεις που “κάθισαν” οριστικά και αμετάκλητα στην ψυχή μου, θα κατέληγα με ένα πλήθος σελίδων που δεν θα είχε ίσως κανένα νόημα, γιατί το πραγματικό νόημα είναι στα ίδια τα λόγια του ποιητή, αυτούσια, ολοκληρωμένα, στη συλλογή του «Οι άλλοι/The others». Διαβάστε τη.
Σταύρο, σ’ ευχαριστώ για το “ταξίδι”.