Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Το παιχνίδι


   Ο κύριος αυτός που περπατάει με τόση αυτοπεποίθηση, κουστουμαρισμένος, με γραβάτα και γυαλισμένα παπούτσια, είναι ένας σημαντικός άνθρωπος. Φαίνεται αυτό άλλωστε κι από τις λεπτομέρειες πάνω του που τον κάνουν να ξεχωρίζει. Λιμαρισμένα νύχια, ξύρισμα κόντρα, μαλλί στην τρίχα, με ένα ανεπαίσθητο αρρενωπό άρωμα να τον τυλίγει, απ’ αυτά τα αρώματα όμως που σε καθηλώνουν, ατσαλάκωτος και, όπως τουλάχιστον δείχνει, όχι μόνο εξωτερικά αλλά κι εσωτερικά. Ατσαλάκωτος στο είναι του.
   Περπατάει με αυτοπεποίθηση σε κεντρικό δρόμο της πρωτεύουσας, έξω από ένα πασίγνωστο κτίριο, αυτό της Βουλής, εδώ και λίγα λεπτά, κάνοντας όλον τον κόσμο να τον κοιτάζει επίμονα. Όχι μόνο γιατί είναι αξιοπρόσεκτος, επιβλητικός, αλλά και γιατί πρόκειται για ένα πολύ γνωστό πρόσωπο.
   Αυτός ο πενηντάχρονος άνδρας είναι ένας από τους πιο φημισμένους υπουργούς της χώρας. Γνωστός στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (και κατά συνέπεια και στον κόσμο) γιατί πουλάει τρελά φύλλα σε κάθε του εμφάνιση. Γνωστός γιατί έχει κατά καιρούς κάνει τις πιο μισητές αλλά και τις πιο αγαπητές δηλώσεις – ανάλογα με το κοινό του. Επίσης, από κάποιους θεωρείται άχρηστος, ενώ κατ’ άλλους είναι ένας από τους πιο άξιους υπουργούς.
   Δεν είναι λοιπόν περίεργο που πολλοί έχουν ακινητοποιηθεί, ακόμα και μέσα στη μέση του δρόμου, κοιτάζοντάς τον να περπατάει προς το αυτοκίνητο που τον περιμένει, αρκετά μέτρα πιο μακριά. Μερικοί τον θαυμάζουν χαμογελώντας, κάποιοι λίγοι αρχίζουν να τον βρίζουν χωρίς καμιά ντροπή.
   Εκείνος μπαίνει βιαστικά στο αυτοκίνητο, στην πίσω θέση, και το όχημα ξεκινάει προς τον προορισμό του, το σπίτι του. Άλλη μια δύσκολη μέρα έχει τελειώσει, μια μέρα κόντρας και διαπληκτισμών, κι εκείνος έχει ανάγκη να πάει σπίτι του, να κλειστεί στο καταφύγιό του, μια μικρή (εν συγκρίσει με άλλες) βίλα, και με ένα ποτό στο χέρι να χαλαρώσει στον βαθύ, αναπαυτικό καναπέ και να φέρει στο μυαλό του τα γεγονότα της σημερινής ημέρας. Να τα δει με μια πιο ψύχραιμη ματιά, να τα επεξεργαστεί με ησυχία.
   Καθώς το αυτοκίνητο προσπερνά τα φανάρια ένα-ένα, εκείνος σκέφτεται τον έκπληκτο κόσμο που τον αντίκρισε ξαφνικά πριν λίγα λεπτά. Σκέφτεται τις αντιδράσεις τους. Του άρεσε να τον θαυμάζουν. Σε ποιον δεν αρέσει; Άλλωστε κατείχε μια θέση που θα την ήθελαν πολλοί. Αυτό το συναίσθημα που νιώθει κανείς όταν καταλαβαίνει πόσος κόσμος κρέμεται πάνω του, από τα χείλη του, από τις σκέψεις ή τις ενέργειές του, που τον κάνει να νιώθει ένας μικρός Θεός - αυτό ένιωθε ώρες-ώρες.
   Δεν μετανιώνει ούτε στιγμή για τη δύναμη, για την εξουσία που έχει. Το απολαμβάνει, κι ας είναι δίκοπο μαχαίρι πολλές φορές. Πάλεψε σκληρά στη ζωή του για να φτάσει ως εδώ. Πάμπολλες σπουδές, πάμπολλες ώρες δουλειάς, πάμπολλες γνωριμίες που χρειάστηκαν.
   Δεν μετανιώνει ούτε για τις αποφάσεις του. Πιστεύει πως μέχρι τώρα πήρε τις σωστές, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Το αυτοκίνητο φρενάρει μπροστά σε ένα κόκκινο φανάρι και μαζί φρενάρουν κι οι σκέψεις του. Φρενάρουν μπροστά στους ελάχιστους που τον έβρισαν, λίγο πριν, δίχως ίχνος ντροπής. Κατανοεί πως δεν γίνεται να αρέσει σε όλους, πως είναι θέμα ιδεολογιών τελικά, περασμένων από χρόνια, σε κάποιες περιπτώσεις, όσο τραβηγμένο κι αν ακούγεται, ακόμα και μέσα στο DNA τους. Κατανοεί και το βάρος κάποιων ευάλωτων πολιτών. Τα κατανοεί όλα, αλλά… Αλλά σαν τα άλλα παιχνίδια κι αυτό, κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις…
   Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που νιώθει ένα ελαφρύ μούδιασμα μέσα του, ξεφυτρώνει σαν ζιζάνιο μια αμφιβολία. Χαλαρώνει λίγο τη γραβάτα που τυλίγει σφιχτά το λαιμό του. Σε κανέναν δεν αρέσει να τον μισούνε. Βαρύ συναίσθημα. Σε πνίγει, κι ας είσαι σίγουρος για τα βήματά σου.
   Τα σύννεφα στον ουρανό βαριά, τα νιώθει απειλητικά να στέκουν πάνω του καθώς βγαίνει απ’ το αυτοκίνητο και κατευθύνεται προς το σπίτι. Αυτή τη φορά με μικρά, κουρασμένα, αβέβαια βήματα. Καμπουριασμένος θαρρείς. Σαν να πρόκειται για κάποιον άλλο…

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Το τιμόνι

   Θα οδηγήσεις εσύ ή εγώ;, ρώτησε ο Γιώργος τη Μαρία.
   «Θα το πάρω εγώ», του απάντησε.
   Ήταν χαρούμενη που θα οδηγούσε εκείνη, πίστευε πως τα καταφέρνει καλύτερα από κείνον. Μερικές φορές δεν του είχε εμπιστοσύνη, είχαν διαφορετική κρίση πάνω στην οδήγηση, κάποιες φορές την εκνεύριζε κιόλας με τις επιλογές και τις κινήσεις του, όπως ακριβώς κι εκείνη τον εκνεύριζε για τον ίδιο λόγο και κατέληγαν σχεδόν πάντα σε καυγά.
   Ένας αιώνιος καυγάς μεταξύ των περισσότερων ζευγαριών η οδήγηση, πράγμα που σε κάνει να σκέφτεσαι πως δεν φταίει μόνο ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου, αλλά και η διαφορετικότητα των δύο φύλων, η αιώνια κόντρα απαρχής του κόσμου μεταξύ «του» και «της».
   Εκείνη δεν θα ξεχάσει ποτέ το ταξίδι τους, πριν μερικά χρόνια, οδικώς στη μισή Ελλάδα. Οδηγούσε εκείνος γιατί, λέει, ήταν άγνωστοι οι δρόμοι για κείνη. Τη θεωρούσε αδύναμη λοιπόν, δεν της είχε εμπιστοσύνη!, σκεφτόταν με θυμό αλλά προσπάθησε να το παραβλέψει. Μέχρι το τέλος του ταξιδιού τους όμως, τελικά, εκείνος οδηγούσε κι εκείνη γκρίνιαζε.
   Από τη μία, γιατί ο Γιώργος ήθελε να φτάσει γρήγορα στον προορισμό του, κι έτσι δεν σταματήσανε σχεδόν πουθενά, δεν είδανε σχεδόν τίποτα. Τι κι αν του έλεγε η Μαρία πως σκοπός δεν είναι ο προορισμός αλλά το ταξίδι, η ομορφιά του, να απολαμβάνεις τα μέρη από όπου περνάς, να τα γνωρίζεις, αυτή είναι η ουσία. Τίποτα, εκείνος ανένδοτος. Είχε κολλήσει το πόδι του στο γκάζι και πήγαινε ντουγρού. Ακόμα του το χτυπάει.
   Από την άλλη, γιατί ο Γιώργος χάνεται. Δεν έχει καλό προσανατολισμό κι έχει μια επιμονή να μη θέλει να ρωτήσει κανέναν στο δρόμο, να συμβουλευτεί έναν κάτοικο. Συμβουλεύεται μόνο το χάρτη του. «Σταμάτα βρε παιδάκι μου να ρωτήσουμε αυτόν τον κύριο», του έλεγε συχνά πυκνά. Ανένδοτος ξανά εκείνος, μέχρι που χαθήκανε σε κάτι βουνά και δεν υπήρχε ψυχή να ρωτήσουν. Ακόμα του το χτυπάει- κι αυτό.
   Από τη μεριά του, εκείνος δεν ξεχνάει πως η Μαρία δεν ακούει τις συμβουλές του, δεν φουσκώνει τα λάστιχα, δεν παρακολουθεί τα υγρά του αυτοκινήτου κι άλλες τέτοιες λεπτομέρειες που όμως θεωρεί σημαντικές. Θυμώνει, γιατί πιστεύει πως σαν παλιός οδηγός θα έπρεπε να μετράει η γνώμη του. Νιώθει μια ανασφάλεια, ίσως όχι γιατί η Μαρία δεν είναι καλή οδηγός, αλλά γιατί είχε συνηθίσει στην εικόνα του άντρα-οδηγού. Φυσικά δεν ξεχνάει τους τσακωμούς τους όταν προσπάθησε να της μάθει οδήγηση κάποτε, κι επίσης δεν ξεχνάει πως όταν πρωτοπήρε μόνη της το αυτοκίνητο, γιατί δεν τον ήθελε μαζί –την εκνεύριζε λέει-, τράκαρε στον τοίχο της αυλής τους. Τον άφησε ασοβάτιστο από τότε, για να της υπενθυμίζει το λάθος της.
   Η Μαρία κάθεται στο τιμόνι και ξεκινάνε. Εκείνος βάζει το ένα χέρι στο χερούλι της πόρτας και το άλλο (διακριτικά) ακριβώς πάνω απ’ το χειρόφρενο, έτοιμος να παρέμβει σε κάτι έκτακτο. Εκείνη το βλέπει και εξαγριώνεται. Βράζει μέσα της και του τα χώνει σιωπηλά. Το μπροστινό αυτοκίνητο κόβει ταχύτητα. «Πρόσεχε, πρόσεχε!» της φωνάζει ο Γιώργος. «Στραβή είμαι; Δεν το βλέπω;» του απαντάει αυτή εκνευρισμένη. Εκείνος δείχνει να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Εκείνη το παρατηρεί και οδηγάει πιο νευρικά, ώσπου της λέει «Χαλάρωσε λίγο». Σταματάει στην άκρη του δρόμου. «Πάρ’ το εσύ!» του λέει θυμωμένη.
   Ο Γιώργος κάθεται στο τιμόνι και ξεκινάει. Πατάει το γκάζι παραπάνω. «Ήρεμα πουλάκι μου, θα σκοτωθούμε!» του φωνάζει η Μαρία και μετά από λίγο «Ε, τι κάνεις; Δε στρίβουμε από δω!».
   «Μα κι από δω μας βγάζει», της απαντά. «Ναι, αλλά πάντα ευθεία πάμε», του λέει. «Μπορείς να μη μου κάνεις υποδείξεις όταν οδηγάω;», τη ρωτάει. Η Μαρία επαναλαμβάνει «Μπορείς να μη μου κάνεις υποδείξεις όταν οδηγάω;». Και συμπληρώνει «Γι’ αυτό ακριβώς σε άφησα να οδηγήσεις εσύ!».
   Και κάπως έτσι χάλασαν άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή τους…

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)



Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Ο διάβολος



   Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι -αλλά και προβλέπεται για πολύ καιρό ακόμα- κάτι παραπάνω από ζοφερή. Το βάρος των μνημονίων έχει γονατίσει τις περισσότερες οικογένειες. Άνθρωποι άνεργοι ή με ένα πετσοκομμένο μισθό (που έχει κατέβει σχεδόν στο μισό του παλαιού μισθού τους), προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα στην καθημερινότητά τους και να ταΐσουν την οικογένειά τους.
   Καθημερινός προβληματισμός το πιάτο που θα μπει στο τραπέζι το μεσημέρι. Το αν θα είναι γεμάτο, πόσο γεμάτο αλλά και τι ποιότητας θα είναι το φαγητό, πονοκεφαλιάζει χιλιάδες οικογένειες πια, ειδικά αυτές που αποτελούνται από πολλά μέλη. Και μιλάμε για το αυτονόητο, όλοι δικαιούνται ένα πιάτο φαί. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιοι, ειδικά στις μεγαλουπόλεις, που αυτό το ευλογημένο πιάτο θα το ανασύρουν από τον κάδο σκουπιδιών…
   Γονείς που θυσιάζοντας τον εαυτό τους, προσπαθούν να προσφέρουν ό,τι μπορούν για να στηρίξουν τα παιδιά τους. Είτε είναι συνταξιούχοι που συμβάλλουν οικονομικά στην οικογένεια των παιδιών τους, είτε μισθωτοί που προσπαθούν να τα βοηθήσουν όσο σπουδάζουν, ελπίζοντας όλοι ότι οι περισσότερες γνώσεις θα φέρουν και μια καλή δουλειά. Γονείς λοιπόν που στερούνται τη βόλτα τους, τον καφέ τους, ένα ρούχο, για να δουν τα παιδιά τους όπως επιθυμούν. Αν είναι τυχερά…
   Η ελπίδα που αργοσβήνει, μιας και δεν φαίνεται φως στον ορίζοντα. Το ένα μνημόνιο δυστυχώς ακολουθεί το άλλο. Ακόμα κι όσοι εργάζονται, βλέπουν τα χρήματά τους να εξαφανίζονται στο λεπτό, να εξανεμίζονται, πληρώνοντας συνεχώς λογαριασμούς και φόρους, τόσους όσους δεν είχαμε ούτε τις καλές εποχές. Πού θα πάει αυτό;…
   Μέσα σε όλα αυτά, τα οποία ήδη μας ταλανίζουν χρόνια, έσκασε σαν βόμβα (τυχαία ή όχι) και η μεταναστευτική/προσφυγική κρίση. Πολλοί αναρωτήθηκαν προβληματισμένοι, ή φώναξαν θυμωμένοι, «καλά, εδώ δεν μας φτάνουν να ζήσουμε εμείς, θα βοηθήσουμε και τους πρόσφυγες;». Παρόλα αυτά, όταν βλέπεις μπροστά στα μάτια σου την πλήρη εξαθλίωση, το θάνατο, το δάκρυ στα μάτια των παιδιών, το τόσο μεγάλο κύμα των κατατρεγμένων, δεν μπορείς παρά να ευαισθητοποιηθείς. Έτσι, η Ελλάδα σύσσωμη αυτοοργανώθηκε, άδειασε τις ντουλάπες της από τα περιττά ρούχα, έδωσε από ένα πακέτο μακαρόνια, μοίρασε από ένα καρβέλι ψωμί. Το ίδιο όμως συνέβη και στις ξένες χώρες, με τους ξένους που στάθηκαν στο πλευρό μας από την αρχή και οφείλουμε να τους ευχαριστήσουμε γι’ αυτό. Ό,τι δεν έκαναν οι κυβερνήσεις το κατάφεραν απλοί άνθρωποι…
   Το κάθε τι στη ζωή μας, καλό ή κακό, μας δίνει κι ένα μάθημα. Και το μάθημα εδώ ήταν πως η κοινωνία, όταν θέλει, μπορεί. Άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους οργανώθηκαν, έστησαν μια αλυσίδα σωτηρίας και βοήθησαν όσους είχαν ανάγκη. Το σπουδαιότερο σε αυτό το γεγονός, είναι πως αυτή η αλυσίδα σωτηρίας κατορθώνει πια να βοηθήσει πιο οργανωμένα και τους αδύναμους ανθρώπους της χώρας μας. Κι ανά πάσα στιγμή χρειαστεί, θα είναι έτοιμη, έχει πια τις γνώσεις και την εμπειρία, να βοηθήσει ξανά.
   Όλες αυτές οι καταστάσεις όμως έφεραν και τριγμούς στα θεμέλια της χώρας μας, της Ευρώπης, αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Ακροδεξιά στοιχεία βρήκαν ευκαιρία να (προσπαθήσουν να) πραγματοποιήσουν τους σκοπούς τους και να φέρουν τα πάνω κάτω στη ζωή μας. Ορισμένοι κάνουν λόγο ακόμα και για παγκόσμιο πόλεμο, για φανατικούς οπαδούς του Χίτλερ, και, γνωρίζοντας πως «η ιστορία επαναλαμβάνεται», ας ευχηθούμε όλοι πως τουλάχιστον δεν θα επαναληφθεί αυτό το συγκεκριμένο σημείο-ντροπή για την ανθρωπότητα…
   Γεγονός όμως είναι πως αυτά τα ακροδεξιά στοιχεία «εργάζονται» πυρετωδώς για αύξηση του ποσοστού τους, εκμεταλλευόμενοι τη δυσφορία του κόσμου για τη δύσκολη οικονομική κατάσταση που βιώνουμε. Προσπαθούν με υποχθόνιους και ποταπούς τρόπους να διαστρεβλώσουν κάθε τι καλό που γίνεται, διασύρουν και κατηγορούν τον οποιονδήποτε τους στέκεται εμπόδιο, ξεσηκώνουν τον κόσμο εναντίον άλλων, είτε είναι αιρετοί είτε όχι. Παρατηρώντας προσεκτικά, βλέπει κανείς πολλά. Θα έλεγα πως ζούμε καταστάσεις που μέχρι πρότινος βλέπαμε μόνο σε ταινίες…
   Ήρθε η ώρα –αυτήν την κρίσιμη στιγμή- να ανατρέξουμε με περίσκεψη στις αξίες, την ηθική, τους τρόπους μας, σε όλα τα στοιχεία που μας έκαναν μέχρι τώρα ενάρετους ανθρώπους, και να αναρωτηθούμε: ναι, είμαστε θυμωμένοι, νιώθουμε αδικημένοι, αλλά… αξίζει να πουλήσουμε την ψυχή μας στο διάβολο; 

 (Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Η θέση της γυναίκας



                                             

   Ο αγώνας για την ισότητα των δύο φύλων, είναι ένας από αυτούς που έχουν δοθεί (κι εξακολουθούν να δίνονται) στην ιστορία της ανθρωπότητας (βλέπε αγώνα κατά φυλετικών διακρίσεων, ανθρώπινα δικαιώματα κλπ).
   Η θέση της γυναίκας δεν ήταν πάντα ξεκάθαρη. Ανάλογα τον αιώνα, την εποχή, την περιοχή, βλέπουμε την γυναίκα είτε κλεισμένη σπίτι ή να δουλεύει στα χωράφια, συνήθως πάντως να κατέχει θέση υποδεέστερη του συζύγου και μια ζωή γεμάτη καταπίεση και χωρίς δικαιώματα. Ακόμα κι όταν ξεκίνησε να δουλεύει σε εργοστάσια, και μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, η θέση της δεν άλλαξε καθόλου.
   Οι πρώτες αλλαγές φαίνονται το 1785 όταν  ιδρύθηκε η πρώτη επιστημονική κοινότητα για γυναίκες στο Μίντελμπουργκ, μια πόλη της Ολλανδικής Δημοκρατίας. Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν επίσης εφημερίδες για γυναίκες. Αργότερα συσπειρώνονται και αρχίζουν να διεκδικούν ίσα εργατικά δικαιώματα με τους άνδρες, καλύτερες συνθήκες εργασίας, δικαίωμα ψήφου και γενικά ισότητα μεταξύ των δύο φύλων σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους. Έτσι έχουμε μια μεγάλη κινητοποίηση (που βάφτηκε με αίμα) στις 8 Μαρτίου 1857 στην Ν. Υόρκη από εργαζόμενες στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, και μια μεγαλύτερη απεργιακή κινητοποίηση με σύνθημα «Ψωμί και Τριαντάφυλλα» το Φεβρουάριο του 1909, πάλι στη Ν. Υόρκη, στην οποία συμμετείχαν περίπου 20.000 εργάτριες. Ενώ από το 1900 συγκροτούν μερικά από τα μεγαλύτερα σωματεία στην Αμερική και δίνουν αγώνες (που καταστέλλονται βίαια) για τα δικαιώματά τους.
   Το 1910 στη 2η Συνδιάσκεψη των Εργαζομένων Γυναικών στο Σοσιαλιστικό Συνέδριο της Κοπεγχάγης, η γερμανίδα Κλάρα Τσέτκιν, πρότεινε (και αποφασίστηκε) να ορισθεί η 8η Μαρτίου ως Παγκόσμια Ημέρα των Γυναικών και από τότε γιορτάζεται σε όλο τον κόσμο. (Επίσημα καθιερώθηκε και από τον ΟΗΕ το 1975.)
   Ταυτόχρονα και σε άλλες χώρες δημιουργούνται διάφορες οργανώσεις που διεκδικούν ισότητα και ισονομία και δίνονται σημαντικές μάχες για να αποκτηθούν. Γυναίκες που άφησαν το όνομά τους παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, όπως η Γαλλίδα Σιμόν Ντε Μποβουάρ τη δεκαετία του ‘60, η οποία πήγε ένα βήμα παραπέρα και προσπάθησε να αλλάξει ριζικά τον τρόπο που αντιμετωπίζονταν οι γυναίκες (φεμινιστικό κίνημα).
   Στην Ελλάδα, τον Μάιο του 1952 παραχωρήθηκαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες, ενώ μόλις τις τελευταίες δεκαετίες κατακτούνται ένα- ένα τα υπεύθυνα επαγγέλματα. Το άρθρο 4 παρ.2  του συντάγματος (ΦΕΚ 85/Α/18-4-2001) αναφέρει: «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις».
   Στην ιστοσελίδα της ευρωπαϊκής επιτροπής διαβάζουμε: «Η ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών συγκαταλέγεται στις θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ανάγεται στο 1957, όταν η αρχή της ίσης αμοιβής για ίση εργασία περιλήφθηκε στη Συνθήκη της Ρώμης». Η στρατηγική για την ισότητα ήταν και το πρόγραμμα εργασίας της για την περίοδο 2010-2015, ενώ η πρόοδος καταγράφεται σε ετήσια βάση και παρουσιάζεται σε μια Έκθεση για την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών.
   Μέσα σε όλα αυτά, αξιοσημείωτος και ο αγώνας που δίνεται για την εξάλειψη του φαινομένου της κλειτοριδεκτομής των γυναικών κάποιων χωρών, μιας επώδυνης πρακτικής που μπορεί να επιφέρει ακόμα και το θάνατο. Πράγματι, σε μερικές χώρες οι αντιλήψεις που επικρατούν για τις γυναίκες παραμένουν πολύ καταπιεστικές, σε σημείο που να προσκαλούν αίσθηση στην παγκόσμια κοινότητα.
   Η Γενική γραμματεία ισότητας των φύλων δημοσίευσε πρόσφατα έκθεση που επικαλείται στοιχεία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για την ισότητα, στα 145 κράτη που εξετάστηκαν. Σύμφωνα με αυτή, κι όσον αφορά τη χώρα μας, «η Ελλάδα καταλαμβάνει την 87η θέση στη γενική κατάταξη με επιμέρους διαφοροποιήσεις σε τομείς προτεραιότητας», ενώ στα γενικά συμπεράσματά της αναφέρει «σε μία δεκαετία οι ανισότητες λόγω φύλου μειώθηκαν σε ποσοστό μόλις 4%, πράγμα που σημαίνει ότι θα χρειαστούν άλλα 118 χρόνια για την πλήρη εξάλειψη του χάσματος, εάν συνεχιστεί ο ίδιος αργός ρυθμός προόδου (δηλαδή το 2133)».

 (Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Ναρκαλιευτής



                                          
     

   Κυκλοφορεί ένα παιχνίδι στο διαδίκτυο, με την ονομασία ναρκαλιευτής. Είναι ένα τετράγωνο το οποίο μέσα είναι χωρισμένο σε πολλά μικρά τετράγωνα κουτάκια. Μέσα σε κάποια από αυτά τα κουτάκια είναι κρυμμένες μερικές νάρκες. Ο παίκτης λοιπόν καλείται να ανοίξει κάποια από αυτά με προσοχή, ώστε να μην πέσει πάνω σε κάποια νάρκη. Εάν ανοίξει κατά λάθος κάποιο τετράγωνο το οποίο κρύβει νάρκη, τότε χάνει τον γύρο και, εάν επιθυμεί, ξεκινά έναν καινούριο.
   Τα κουτάκια που δεν περιέχουν νάρκες, περιέχουν αριθμούς. Αυτοί οι αριθμοί προειδοποιούν τον παίκτη για το πόσες νάρκες υπάρχουν γύρω από αυτό το κουτάκι, ώστε να τις αποφύγει. Μερικές φορές είναι θέμα καλού υπολογισμού, κι άλλες φορές θέμα τύχης, ώστε να μην πέσει κάποιος παίκτης πάνω σε νάρκη. Πάντως, ακόμα κι ο καλύτερος παίκτης, όπως συμβαίνει άλλωστε σε όλα τα παιχνίδια, μετράει αρκετές ήττες.
   Επίσης, όπως σε όλα τα παιχνίδια, ο ναρκαλιευτής έχει βαθμούς δυσκολίας. Δηλαδή ένας καλός παίκτης δύναται να ανέβει επίπεδο, να παίξει έναν πιο δύσκολο γύρο στο παιχνίδι αυτό. Που σημαίνει ότι το ποσοστό επιτυχίας μικραίνει, τουλάχιστον για τους αρχάριους παίκτες του επιπέδου αυτού. Χρειάζεται καλός υπολογισμός, πολλή σκέψη, μεγάλη τύχη για να κερδίσει κανείς.
   Ο παίκτης που θα ανοίξει όλα τα κουτάκια κερδίζει, αλλά στην ουσία δεν κερδίζει τίποτα χειροπιαστό. Μόνο την ικανοποίηση που λαμβάνει ότι τα κατάφερε με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Κι αν, μάλιστα, κερδίσει και σε σύντομο χρονικό διάστημα, η ικανοποίηση είναι μεγαλύτερη. Τότε, μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του καλό παίκτη, έμπειρο.
   Μερικές φορές έχω την αίσθηση πως ο ναρκαλιευτής μοιάζει με το μεγάλωμα των παιδιών, με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γονείς και τις δύσκολες αποφάσεις που ενίοτε πρέπει να πάρουν. Αποφάσεις που καλούνται, καλώς ή κακώς, να πάρουν μόνοι τους και με δική τους ευθύνη. Μπορεί ορισμένες φορές να υπάρχουν γνώμες και κατευθυντήριες γραμμές, αλλά συνήθως η απόφαση είναι δική τους. Κι αυτή η απόφαση, το βάρος της, είναι που μερικές φορές παγώνει τον γονιό, τον καθηλώνει. Είναι σωστή απόφαση, ή όχι; Μέγα ερώτημα.
   Αν ο γονιός κάνει λάθος (λάθος απόφαση, λάθος τρόπος διαπαιδαγώγησης, λάθος μάθημα που έδωσε στο παιδί, λάθος συμβουλή ή προτροπή, λάθος όρια, λάθος ελευθερία σε κάτι κλπ), θα έχει πατήσει πάνω σε νάρκη, τα αποτελέσματα της οποίας ίσως να πληρώνει για καιρό, κι ο ίδιος αλλά και το παιδί. Και μερικές φορές είναι δύσκολο ή θα είναι αργά για να διορθώσει τα πράγματα. Γι’ αυτό πολλές φορές εμείς οι γονείς νιώθουμε σαν να περπατάμε πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί. Με κομμένη την ανάσα…
   Αν ο γονιός, κι ειδικά μια μάνα με το περίφημο ένστικτό της, μέσα στην καθημερινότητα μιας οικογένειας, ανοίξει κάποιο κουτάκι που τον προειδοποιεί για νάρκη τριγύρω, δηλαδή συμβεί κάτι που μπορεί να τον υποψιάσει, γίνεται ακόμα πιο προσεκτικός. Ρωτάει ειδικούς και μη, ψάχνει, μαθαίνει, παρακολουθεί με άγρυπνο μάτι. Καμιά φορά γίνεται και ντετέκτιβ, σχετικά με αυτό μάλιστα κυκλοφορούν κι αρκετά ανέκδοτα. Επειδή πάντως τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν είναι βέβαιο και δεδομένο, κι επίσης δεν υπάρχει κι οδηγός για σωστούς γονείς (συμβουλές ναι, αλλά πάντα εξαρτάται από τον χαρακτήρα του παιδιού), εκείνοι, ανοίγοντας το «κουτάκι», κάνουν και το σταυρό τους μαζί. Κι όπως συμβαίνει με το βαθμό δυσκολίας του παιχνιδιού, έτσι κι όσο μεγαλώνουν τα παιδιά, θέλοντας και μη κανείς, ανεβαίνει επίπεδο δυσκολίας.
   Νομίζω δεν υπάρχει αλάθητος γονέας. Όλοι τα έχουμε κάνει τα λαθάκια μας και ξαναπροσπαθούμε, κάνοντας άλλον έναν γύρο απ’ την αρχή ώστε  να διορθώσουμε τα πράγματα. Άλλωστε, από τα λάθη μας μαθαίνουμε. Κι όταν συχνά βλέπουμε πως καταφέραμε κάτι σωστά, είναι η πιο μεγάλη χαρά μας, η ευτυχία μας.
   
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)