Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Η εκδίκηση της κατσαρόλας



                            


   Πόσες φορές έχουμε πει εμείς οι νοικοκυρές αυτό το «ουφ, κουράστηκα, δεν θέλω να μαγειρέψω για μια βδομάδα!», ή ακόμα και «ποτέ ξανά»; Τόσο μεγάλο βάρος το νιώθουμε. Αυτή η καθημερινή κι ανελλιπέστατη συναναστροφή με την κουζίνα, με κατσαρόλες και τηγάνια, ορισμένες φορές μας μπουκώνει, στέκεται βάρος στους ώμους μας που μας γονατίζει.
   Γιατί, κακά τα ψέματα, όσο κι αν αγαπάμε το σπίτι μας, τους ανθρώπους που ζούμε μαζί και τους οποίους προσέχουμε κι ίσως και κακομαθαίνουμε, το καλομαγειρεμένο σπιτικό φαγητό, όσο κι αν είμαστε περήφανες για τα κατορθώματά μας στην κουζίνα, δεν παύει να υπάρχει η ανάγκη μας και για άλλα πράγματα. Μια μέρα ησυχίας και ξεκούρασης για παράδειγμα, κι ας μείνουμε νηστικές όλη μέρα. Μια μέρα δημιουργίας κάνοντας κάτι που αγαπάμε, όπως να διαβάσουμε μονορούφι ένα βιβλίο, ή να πάμε μια εκδρομή, ή να πάμε για πρωινό καφέ και το βράδυ κινηματογράφο. Χωρίς να έχουμε την έννοια του μαγειρέματος. Ή την έννοια του τι θα φάει ο καθένας, γιατί υπάρχουν και προτιμήσεις βλέπετε. Γιατί κι εμείς, βρε αδερφέ, άνθρωποι είμαστε, θέλουμε λίγο να ηρεμήσουμε, να αποβάλλουμε το άγχος, να φερθούμε μια φορά μετά από χρόνια σαν παιδιά στην εφηβεία που άμα θέλουν θα κάνουν κάτι κι άμα όχι δε θα το κάνουν, να κλείσουμε τα αυτιά στα πρέπει της ζωής μας, να νιώσουμε λιγουλάκι ελεύθερες.
   Μάλιστα δε λείπουν κι αυτές οι φορές που ακόμα και κάτι απλό θα μας φανεί βουνό, μέσα στον κυκεώνα των καθημερινών ασχολιών μας. Όπως τις προάλλες που μου ζήτησε η κόρη μου ένα τοστ. Τι ψυχή μπορεί να έχει ένα τοστ; (Κι όμως, της έβαλα τις φωνές σαν υστερική μάνα.) Πόσο κοπιαστικό θα είναι να βράσω ένα αυγό; Να γεμίσω ένα ποτήρι νερό; Κι όμως…
   Καθημερινά σχεδόν ακούω αυτόν τον προβληματισμό από φίλες. «Τι να μαγειρέψω σήμερα;…». Με καημό, πολύ καημό. Ή με ένα ονειροπόλο βλέμμα «Τι καλά να μην μαγείρευα σήμερα!». Όνειρα θερινής νυκτός.
   Δεν λείπουν κι οι περιπτώσεις που, στην προσπάθειά μας να συντομεύσουμε, κάνουμε το φαγητό πατ κιουτ. Θυμάμαι ακόμα έναν γνωστό να κοροϊδεύει τη γυναίκα του, μπροστά σε καμιά δεκαριά φίλους, ότι έφτιαξε φακές εκείνη τη μέρα, αλλά είχε ξεχάσει να βάλει τις… φακές! Εγώ πάλι, σε αυτές τις περιπτώσεις, ξεχνάω το αλάτι ή το λάδι, αλλά αυτό μάλλον το λες κι υγιεινή διατροφή.
   Το φαινόμενο διογκώνεται σε μεγάλες ηλικίες. Ακούω ηλικιωμένες να προβληματίζονται, από το απόγευμα και μετά, για το τι θα μαγειρέψουν την επόμενη μέρα. Κι όσο βλέπουν τις συνεχόμενες σειρές στην τηλεόραση, πετάγονται και μέχρι το ψυγείο να τσεκάρουν: έχουν φασολάκια στην κατάψυξη; Ή μήπως να φτιάξουν κρέας; Θα μπορούσαν να μην φτιάξουν ΤΙΠΟΤΑ; Ρίχνουν μια θυμωμένη ματιά στο σύζυγο και σκέφτονται: Αμάν αυτό το φαί κάθε μέρα…
   Τις προάλλες φτιάχναμε τοστ για το πρωινό των προσφύγων. Μετρήσαμε πεντακόσια. 500! (Το ρεκόρ μας είναι μεγαλύτερο βέβαια). Τέσσερις άνθρωποι εκείνη τη μέρα έφτιαξαν πεντακόσια τοστ μέσα σε μια ώρα περίπου. Άλλος άλειφε το βουτυράκι στο ψωμί, άλλος έβαζε το τυρί, ο τρίτος το καπάκωνε με δεύτερη φέτα ψωμί κι ο τέταρτος τα έβαζε στα σακουλάκια. Θυμήθηκα την κόρη μου κι όσα της έσυρα με το τοστ που μου ζήτησε κι ένιωσα ενοχές.
   Συνήθως, όταν κάτι γυροφέρνει στο μυαλό μου, το βρίσκω συνεχώς μπροστά μου. Έτσι, χθες έτυχε να διαβάσω την ανάρτηση της Ιοκάστης. Από το καλοκαίρι που ξεκίνησαν να μαγειρεύουν για τους πρόσφυγες έως τώρα, έχουν μαγειρέψει συνολικά διακόσες μία χιλιάδες μερίδες! Συγκεκριμένα η κάθε γυναίκα μαγειρεύει 300 μερίδες τη μέρα! Χωρίς να είναι το αντικείμενο εργασίας τους αυτό, έτσι;
   Αυτή είναι η εκδίκηση της κουζίνας, ή, αλλιώς, η εκδίκηση της κατσαρόλας! Συμπερασματικά, δεν γλυτώνουμε ποτέ απ’ ό,τι αποφεύγουμε. Κι αυτό, είναι νόμος.

(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Όταν φυσάει ο άνεμος


φωτογραφία Νίκος Τσούλος

   Κάθομαι στην κορφή του λόφου κι αγναντεύω. Βλέπω την πόλη μου από ψηλά και την καμαρώνω. Σκέφτομαι πόσο όμορφη είναι και πως δε θα μπορούσε να είναι ομορφότερη, ή τουλάχιστον, αυτήν την εικόνα δίνει από την απόσταση στην οποία βρίσκομαι.
   Έρχομαι συχνά εδώ κι αγναντεύω. Έρχομαι συχνά, όταν θέλω η σκέψη μου να ξεφύγει και να απλωθεί όσο γίνεται μακρύτερα. Υπάρχουν κι αυτές οι στιγμές στη ζωή μας. Οι στιγμές που θέλει κανείς να αποστασιοποιηθεί από τα πάντα που τον απασχολούνε, να τα κοιτάξει από απόσταση, να τα μελετήσει, να δει το μέγεθός τους. Τελικά είναι μικρά; Είναι μεγάλα; Είναι άξια της τόσης προσοχής κι αναστάτωσης που προκαλούνε, ή μήπως τελικά όχι;
   Από μακριά κι από ψηλά όλα φαίνονται αλλιώς. Πιο όμορφα, πιο απλά. Και πιο μικρά, τόσο μικρά, όσο έχεις ανάγκη να πιστέψεις… Τόσο μικρά που μοιάζουν ανίσχυρα να σε πληγώσουν πια… Κι εκεί αγαλλιάζει η ψυχή, σαν θαλασσοδαρμένη θάλασσα που ξαφνικά βρίσκεται σε ηρεμία, λες κι ένα μαγικό ραβδάκι την ακούμπησε και την ακινητοποίησε, λες και κάποιος αποφάσισε πως αρκετά βασανίστηκε, ώρα να γαληνευτεί.
   Κι ο χρόνος για λίγο παγώνει, σταματά. Σταματά κι επιτέλους καταφέρνεις να πάρεις μιαν ανάσα, καταφέρνεις να συμβαδίσεις με τα γεγονότα, να τα αντικρίσεις κατά μέτωπο, και χάνεται για λίγο η αίσθηση ότι όλα κυλούν τόσο γρήγορα που σε προσπερνούν και σε αφήνουν πίσω. Κι ας τρέχεις εσύ κατοστάρια να προλάβεις όσα θα έπρεπε, ή νόμιζες ότι θα έπρεπε. Τι δυσάρεστη αίσθηση κι αυτή να νιώθεις συνεχώς πως μένεις πίσω!...
   Σήμερα φυσάει. Ένα ελαφρό αεράκι φυσάει και πηγαίνει το πράσινο στοιχείο γύρω μου πέρα δώθε. Τα κλωνάρια των δέντρων, τα λουλούδια, οι πρασινάδες, λικνίζονται σε έναν απαλό ρυθμό. Σαν να χορεύουν στις νότες μιας κλασικής μουσικής. Πέρα δώθε, πέρα δώθε. Μαγνητίζουν τη ματιά σαν εκκρεμές, σαν το γιατρό που προσπαθεί να υπνωτίσει τον ασθενή. Κι εγώ αφήνομαι σε αυτό το πηγαινέλα και νιώθω να ηρεμώ ολοένα και περισσότερο. Οι μικρές γνωστές κινήσεις, τα μικρά γνωστά πράγματα μας ηρεμούν, αντιθέτως από τα ξαφνικά, τα βίαια, τα άγρια κι άγνωστα, που μας αποπροσανατολίζουν κι ενίοτε μας φοβίζουν.
   Κλείνω τα μάτια κι αφήνομαι σαν υπνωτισμένη να με παρασύρει ο απαλός αυτός ρυθμός. Νιώθω να κινούμαι κι εγώ σε ένα απαλό πέρα δώθε. Νιώθω κι εγώ σαν κομμάτι της γης, ένα λουλούδι, που το χαϊδεύει τρυφερά το φίλημα του ανέμου.
   …Και σκέφτομαι. Άθελά μου σκέφτομαι, πως κάπως έτσι είναι κι η ζωή μας. Στα δυνατά φυσήματα, στους άγριους ανέμους, αντιστεκόμαστε. Αντιστεκόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις, να μην μας ξεπατώσουν, να μην χάσουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας. Αγωνιζόμαστε να κρατηθούμε στο κομμάτι γης που μας ανήκει, στο κομμάτι γης που είμαστε μέρος του, κομμάτι του. Αγωνιζόμαστε να μην χαθούμε…
   Στο ελαφρύ αεράκι όμως, το γλυκό κι ακίνδυνο αυτό αεράκι που θαρρείς πως σε χαϊδεύει τρυφερά, θαρρείς πως σου κάνει νάζια, παραδίνεσαι. Και πηγαίνεις μαζί του, απαλά, όπου πάει. Για λίγο το ακολουθείς, χωρίς αντιστάσεις, κι ας σε βγάζει απ’ το δρόμο σου, ας σε βγάζει απ’ το πρόγραμμά σου. Ξέρεις πως είναι παροδικό, θα περάσει. Το βλέπεις σαν μια εμπειρία, σαν κάτι καινούριο που θέλεις να γνωρίσεις, και καθυστερείς μαζί του, του δίνεις χρόνο, ερωτοτροπείς παιχνιδιάρικα, μαθαίνεις. Καμιά φορά νιώθεις πως το χρειαζόσουν κιόλας, σαν ένα διάλειμμα από το στάσιμο της καθημερινότητας.
   Κι όπως λικνίζομαι, με κλειστά ακόμα τα μάτια, στο φύσημα του αέρα, καθώς τον αφήνω να με παρασύρει απαλά στα αόρατα μονοπάτια του, σιγουρεύομαι όλο και πιο πολύ. Ναι, κάπως έτσι είναι κι η ζωή…


(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)