Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Η ζωή δεν είναι

 
  
   Καθόταν σε ένα γωνιακό τραπεζάκι, στο βάθος της καφετέριας κι έπινε ήρεμη το τσάι της. Κάθε τόσο κοιτούσε έξω στο δρόμο, από τη μεγάλη τζαμαρία, τους περαστικούς και τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν μία ώρα τώρα, εκεί, παραδομένη στις σκέψεις της… Το προσωπικό της έριχνε κλεφτές ματιές κάθε τόσο, όχι μόνο για την περίπτωση που τους χρειαστεί, αλλά και γιατί τους είχε κάνει εντύπωση η μοναξιά της.
   Η μέρα καλοκαιρινή προμήνυε υψηλές θερμοκρασίες. Ο περισσότερος κόσμος βρισκόταν στη δουλειά του και λίγοι οι τυχεροί που απολάμβαναν τον πρωινό τους καφέ στις καφετέριες της πλατείας.
   Μια ομάδα νεαρών παιδιών μπήκε μέσα. Κάθισαν σε ένα μεγάλο τραπέζι, δίπλα από τη μοναχική γυναίκα. Παρήγγειλαν τους καφέδες τους κι άρχισαν να συζητάνε, αρκετά ηχηρά, και να γελάνε. Ήτανε τελειόφοιτοι, είχανε μόλις γράψει το τελευταίο μάθημα των εξετάσεων, είχε φύγει ένα βάρος από πάνω τους και τώρα έκαναν σχέδια για το μέλλον. Η ζωή φαινόταν να απλώνεται στα πόδια τους -χρυσαφένια, σύμφωνα με το πώς την αντιλαμβάνονταν.
   «Τέλος το διάβασμα!», είπε ένας. «Από δω και πέρα απολαμβάνουμε. Αραλίκι στο Πανεπιστήμιο, ελληνικό ή ξένο, κάααποια στιγμή το πτυχίο, και μετά βλέπουμε».
   Κι εκείνη σκέφτηκε: «Η ζωή δεν στα δίνει όλα στο πιάτο. Πρέπει να κοπιάσεις. Κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν τυχεροί, χωρίς πολλές δυσκολίες στο διάβα τους, αλλά αυτοί είναι ελάχιστοι. Αν περιμένει κανείς ότι θα είναι από αυτούς τους τυχερούς κι έτσι πράττει αναλόγως, πολύ πιθανό να σπάσει τα μούτρα του. Χρειάζεται πολύ ίδρο η επιβίωση. Προσπάθεια καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής».
   Κάποιος, επίσης δεκαοχτάχρονος, απάντησε: «Βλέπουμε, βλέπουμε. Εγώ, φίλε μου, αν δεν βρω τη δουλειά που θέλω, δεν δουλεύω. Τέρμα οι συμβιβασμοί».
   Κι εκείνη σκέφτηκε: «Η ζωή δεν είναι αυτή που φαίνεται, ενίοτε σε ξεγελά και συχνά γελά εις βάρος σου». Και χαμογέλασε με πικρία, γιατί ήξερε πως ο πατέρας του συγκεκριμένου εργαζόταν δεκαπέντε ώρες τη μέρα για να φροντίσει την οικογένειά του…
   Κάποιος άλλος είπε: «Καθίστε να περάσουμε πρώτα!».
   Κι εκείνη σκέφτηκε: «Η ζωή δεν είναι στρωτή, σου βάζει τρικλοποδιές. Εκεί που νομίζεις πως όλα πάνε καλά, πως είσαι ευτυχισμένος, πως πλησιάζεις το στόχο σου, εκεί σου δίνει μία και σε ρίχνει κάτω. Το αν θα σε καταβάλει η απογοήτευση και η αποτυχία, αν θα ξανασηκωθείς ή αν θα μείνεις κάτω χωρίς να προσπαθήσεις ξανά, είναι στο δικό σου χέρι. Δική σου η επιλογή».
   Ακούστηκε και κάποιος να λέει: «Α ρε μάγκες! Από δω και πέρα είναι η ζωή! Ε ρε γλέντια!».
   Κι εκείνη σκέφτηκε: «Η ζωή δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Θα πονέσεις πολλές φορές, θα κλάψεις πολλές φορές – για διάφορους λόγους. Θα χάσεις αγαπημένους ανθρώπους, θα αρρωστήσουν βαριά άλλοι. Και μέσα στη θλίψη σου θα αναρωτιέσαι για το λεπτό νήμα της ζωής, για τη δικαιοσύνη, την εντιμότητα κι άλλες τέτοιες έννοιες. Αν είσαι έξυπνος, θα εκτιμήσεις και θα εκμεταλλευτείς το κάθε λεπτό της ζωής σου, γιατί θα καταλάβεις πως το να βρίσκεσαι σε αυτή είναι θείο δώρο. Θα εκτιμήσεις το κάθε λεπτό που περνάς με τους αγαπημένους σου. Αν είσαι έξυπνος, θα μάθεις να σέβεσαι τους άλλους, ακόμα και την πιο περίεργη ιδιαιτερότητά τους. Η ζωή σίγουρα δεν είναι μεγάλη για να την αναλώσεις σε άχρηστες καταστάσεις».
   Ένα αδύνατο παλικάρι είπε: «Εγώ πάλι νομίζω πως τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, κι αυτό με φοβίζει…».
   Κι εκείνη σκέφτηκε: «Η ζωή δεν είναι τέλεια, η ζωή δεν είναι εύκολη. Όμως αξίζει τον κόπο να χωθείς σ’ αυτήν με πάθος και με πείσμα, να την εξερευνήσεις, να την μάθεις, να προσπαθήσεις για αυτά που θες κι αυτά που πιστεύεις, να την κατακτήσεις εντέλει. Ο τολμών νικά. Και επιβραβεύεται».
   Κι αποχώρησε. Απαρατήρητη… 


 (Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα samiakonvima.blogspot.gr/ )

Στιγμές περηφάνιας



   Πάνω και δεξιά από το γραφείο της βρίσκεται ένα μεγάλο ράφι, γεμάτο βραβεία. Βραβεία διαφόρων ειδών, άλλα μεγάλα, άλλα μικρά, άλλα χρυσά κι άλλα ασημένια, κούπες, μετάλλια και κάνα δυο αναμνηστικά. Λίγο παρακάτω, ένα δεύτερο ράφι με ένα ντοσιέ τοποθετημένο όρθιο κι ανοιχτό.
   Νιώθει πολύ περήφανη κάθε φορά που το βλέμμα της πέφτει στα δύο αυτά ράφια. Τα μετάλλια είναι δικά της. Τα κέρδισε με τον ιδρώτα και τους κόπους της, συμμετέχοντας σε αγώνες. Στο ντοσιέ βρίσκονται αποκόμματα εφημερίδων που αναφέρονται σε κείνη, με θαυμασμό για τα επιτεύγματά της.
   Απορεί, πώς τελικά ασχολήθηκε τόσο με τον αθλητισμό. Απλά θυμάται πόσο της άρεσε όταν ήταν παιδί. Ποτέ της δεν πίστευε πως θα ‘βλεπε μια μέρα το όνομά της φαρδύ πλατύ να συνοδεύει ένα άρθρο. Ποτέ. Κι όμως…
   Καμιά φορά σκέφτεται πως οι πιο βαθιές μας επιθυμίες φουντώνουν, μας πνίγουν και βγαίνουν στην επιφάνεια, ζητώντας δικαίωση. Ζητώντας μια θέση στον ήλιο. Μια θέση στη ζωή μας. Άλλοτε πάλι αναρωτιέται για το ρόλο της μοίρας, αυτής της περίεργης δύναμης που μας αναστατώνει με τις αποφάσεις της και τις σκανταλιάρικες διαθέσεις της. Κι άλλες φορές, της έρχεται στο νου αυτό που διάβασε σε ένα βιβλίο του Paulo Coelho και που της άρεσε πολύ: όταν θέλεις κάτι πολύ, πραγματικά πολύ, τότε όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις, για να γίνει η επιθυμία σου πραγματικότητα.
   Στη δική της περίπτωση, δεν έχει αποφασίσει ακόμα τι συνέβη. Ήταν το σύμπαν; Ήταν η μοίρα; Ήταν η επιθυμία που της έδωσε ώθηση; Ή μήπως η απελπισία, στην οποία βρισκόταν εκείνο τον καιρό, που της έδωσε δύναμη να κάνει ένα τέτοιο βήμα;
   Ένιωθε, τότε, σαν να κολυμπά σε βαθιά νερά, να παθαίνει κράμπα και να βουλιάζει. Όλο και πιο πολύ. Είχε φτάσει πάτο. Αλλά ακόμα κι ο πάτος είναι χρήσιμος τελικά. Λύγισε τα πόδια κι έσπρωξε. Με δύναμη. Κι έτσι ανέβηκε, πιο ψηλά στην επιφάνεια της θάλασσας που γύρευε να την πνίξει. Γι’ αυτήν την πρώτη ανάσα που πήρε τότε, άξιζε η περιπέτειά της κι η αγωνία της.
   Αργότερα, διαβάζοντας το βιβλίο ενός γνωστού ψυχολόγου, το μυαλό της έκανε τους απαραίτητους συνειρμούς. Ο ψυχολόγος αναφερόταν στο πηγάδι που πέφτουν οι γυναίκες και βυθίζονται, ώσπου να πιάσουν πάτο, στις δύσκολες στιγμές τους. Κάπως έτσι κι εκείνη. Κι όταν το ακούς από έναν ψυχολόγο, όταν μαθαίνεις πως δεν είσαι η μόνη που νιώθει έτσι, αναθαρρεύεις και προχωράς, αντιμετωπίζοντας τα πράγματα με άλλο μάτι.
   Από τότε, πάντως, εκτίμησε την απελπισία. Είναι απίστευτο το τι μπορεί να κατορθώσει ένας απελπισμένος άνθρωπος. Ξεπερνά τον εαυτό του. ‘’Ζωγραφίζει’’…
   Στο δικό της καμβά λοιπόν της ζωής, σε πρώτο φόντο, οι επιτυχίες της. Και είναι πολύ περήφανη. Σκέφτεται, όπως της αρέσει να σκέφτεται με τις ώρες, πως κατόρθωσε κι εκείνη να κάνει κάτι αξιόλογο στη ζωή της και καμαρώνει.
   Κοιτάζει τα μετάλλια ένα – ένα. Τα αγγίζει σαν να θέλει να βεβαιωθεί πως υπάρχουν, πως δεν είναι αποκύημα της φαντασίας της. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, μοιάζει με ψυχοθεραπεία. Τυχαία το ανακάλυψε (όπως τυχαία ανακαλύπτουμε τα σπουδαιότερα στη ζωή μας) κι έκτοτε συνηθίζει να καταφεύγει στη γωνιά αυτή του γραφείου της, κάθε φορά που όλα της πάνε στραβά, κάθε φορά που βρίσκεται σε αδιέξοδο, που είναι απογοητευμένη (όχι μόνο με τους άλλους, αλλά κυρίως με τον ίδιο της τον εαυτό), όταν η αυτοπεποίθησή της στερεύει, σαν γυρνούν οι ανασφάλειές της δριμύτερες να την ταρακουνήσουν για άλλη μια φορά, τότε, σαν μηχανισμός άμυνας, ασυναίσθητα, καταφεύγει εκεί.
   Απ’ αυτά αντλεί δύναμη και ζεστασιά, νιώθει πως ακούει λόγια γλυκά, παρηγοριάς, όπως δεν τόλμησε κανείς να της πει, κανείς να της ψιθυρίσει. Και ξαναστέκεται πάλι στα πόδια της, παίρνει ανάσα και νιώθει έτοιμη να συνεχίσει σ’ αυτή τη «μετ’ εμποδίων» ζωή.


 
(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα samiakonvima.blogspot.gr/ )