Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Όσο υπάρχουν άνθρωποι...

Εάν έπρεπε να δώσω τίτλο στη χθεσινή ημέρα, αυτός θα ήταν "Όσο υπάρχουν άνθρωποι"...
Χθες το πρωί μου τηλεφώνησε μία ηλικιωμένη κυρία. Είχε διαβάσει τη στήλη μου στην εφημερίδα (τίτλος: Χείρα Βοηθείας) και μου είπε, με δάκρυα στα μάτια, ότι συμπονεί όλους αυτούς τους ανθρώπους που δυστυχώς τα έφερε έτσι η ζωή να αγωνιούν ακόμα και για ένα πιάτο φαί. Ξέρει από πείνα, μου είπε. Όταν ήταν μικρή, ξάπλωνε μπρούμυτα στο πάτωμα και πίεζε το στομάχι της κάτω, επειδή πονούσε από την πείνα...
Με ρώτησε τι μπορούσε να κάνει και της απάντησα ότι δυστυχώς δεν γνωρίζω όλους αυτούς που έμειναν ξεκρέμαστοι από το κλείσιμο (λόγω διακοπών...) του κοινωνικού παντοπωλείου. Ε, τότε, ας βοηθήσουμε τουλάχιστον αυτήν την κυρία με το παιδάκι, που ανέφερες στο δημοσίευμα.
Με μια μικρή σύνταξη κι άνεργο το γιο της... Χωρίς να της περισσεύουν... Ετοίμασε μια τσαντούλα τρόφιμα και σε ένα τέταρτο με ξαναπήρε τηλέφωνο να πάω να τα πάρω και να τα παραδώσω. Όπως και έγινε. Η ηλικιωμένη κυρία (δεν ήθελε να αποκαλύψω το όνομά της) κρατούσε την τσάντα σαν πολύτιμο θησαυρό. Κι αναρωτήθηκα εκείνη την ώρα, αν αναγνωρίζουμε όλοι την πραγματική αξία και του πιο μικρού πράγματος...
Όσον αφορά το δημοσίευμα... ελπίζω να "ακούσει" και η Μητρόπολη αλλά και ο Δήμος...

Χείρα Βοηθείας


   Συνήθως προσπαθώ να μην αρθρογραφώ, αλλά να περιορίζομαι σε ένα είδος πιο λογοτεχνικό. Κάποιες φορές όμως δεν μπορώ να παραβλέψω ό,τι συμβαίνει γύρω μου.
   Τις προάλλες συνάντησα μία άνεργη μητέρα, χωρισμένη, που με απόγνωση μου εκμυστηρεύθηκε πως έστειλε το κοριτσάκι της νηστικό στο σχολείο…
   Το Κοινωνικό Παντοπωλείο της Μητρόπολης, και αυτό το χειμώνα, προσέφερε χείρα βοηθείας στους απόρους του νησιού μας. Άνθρωποι που σε άλλη περίπτωση δεν θα είχαν ίσως ούτε ένα πιάτο φαγητό, βρήκαν καταφύγιο στην αγκαλιά της Εκκλησίας μας.
   Από την άλλη, άνθρωποι με διάθεση προσφοράς, κι ας μην τους περισσεύουν στη δύσκολη αυτή εποχή που ζούμε, βοήθησαν να στηριχτεί αυτό το εγχείρημα, προσφέροντας ρούχα, τρόφιμα και διάφορα άλλα είδη που μπορεί να χρειαστεί ένα σπιτικό.
   Θα λέγαμε πως, και αυτός ο χειμώνας, απέδειξε πως όταν υπάρχει η θέληση αλλά κι όταν η κοινωνία μας έχει συνοχή, μπορούν να γίνουν πολλά όμορφα πράγματα. Αξιέπαινοι λοιπόν και οι ευαισθητοποιημένοι πολίτες αλλά και η εκκλησία μας που φροντίζει να είναι δίπλα στο ποίμνιό της.
   Όλα θα ήταν ωραία και καλά, ή τουλάχιστον υποφερτά, δεδομένου του θέματός μας, αν δεν έκλεινε το Κοινωνικό Παντοπωλείο κάθε καλοκαίρι για τρεις περίπου μήνες. Τρεις μήνες που, οι άνθρωποι που χρήζουν βοηθείας, μένουν ξεκρέμαστοι. Με την καθημερινή αγωνία αν το μεσημέρι θα έχουν ή όχι ένα πιάτο φαί στο τραπέζι τους, αν θα έχουν να ταΐσουν τα παιδιά τους… Γιατί, καλώς ή κακώς, χρειάζονται τροφή ΚΑΙ τα καλοκαίρια. Όπως όλοι μας.
   Γνωρίζω πως οι λειτουργικές δυσκολίες είναι πολλές και πως αυξάνονται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Γνωρίζω όμως επίσης και πως η ίδια η Εκκλησία κηρύσσει πως πρέπει η φιλευσπλαχνία μας να μην περιορίζεται μόνο κατά τη διάρκεια των εορτών. Με αυτή τη λογική, κάνω έκκληση να μην σταματήσει το φιλεύσπλαχνο έργο της και να συνεχίσει να δίνει ανάσες ζωής σε αυτούς τους πονεμένους και ταλαιπωρημένους ανθρώπους.
   Δεν γνωρίζω αν χρειάζεται τη βοήθεια εθελοντών (άλλωστε η διανομή γινόταν μία φορά την εβδομάδα), ή ακόμα και τη βοήθεια του Δήμου, είμαι όμως σίγουρη πως αν μπει το θέμα στο τραπέζι, αν ζητηθεί κάποια βοήθεια, θα βρεθεί η λύση.
   Επιπροσθέτως, μιας και – ήθελε δεν ήθελε – ανέφερα το Δήμο, και μιας και το Κοινωνικό Παντοπωλείο δεν το θεωρώ οριστική λύση για τη διαβίωση αυτών των ανθρώπων, έρχομαι και με μία άλλη πρόταση.
   Διαβάζω σε δημοσίευμα (Το Ποντίκι) ότι ο Δήμος Νεάπολης – Συκεών Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο των Κοινωνικών Δομών Άμεσης Αντιμετώπισης της Φτώχειας, έχει δημιουργήσει τρεις δημοτικούς λαχανόκηπους, τους οποίους έχει μοιράσει ανά 50 τ.μ. σε 100 καλλιεργητές και μάλιστα, σύμφωνα με τους όρους χρήσης, το 10% της παραγωγής του καθενός δίδεται στο Κοινωνικό Παντοπωλείο.
   Δικαίωμα συμμετοχής στους δημοτικούς λαχανόκηπους έχουν άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, όπως είναι οι άνεργοι, οι ανασφάλιστοι και οι δημότες με χαμηλά εισοδήματα.
   Στα κηπάρια ακολουθούνται βιολογικές μέθοδοι, δεν επιτρέπεται η πώληση των αγαθών σε τρίτους, ενώ στους λαχανόκηπους, οι Δήμοι αναλαμβάνουν την παροχή νερού για δωρεάν άρδευση, την εγκατάσταση τουαλέτας με παροχή πόσιμου νερού, την προσφορά σπόρων και εργαλείων, την περίφραξη και φύλαξη του χώρου, την καθημερινή υποστήριξη γεωπόνου.
   Μάλιστα, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, βραβεύτηκε ένας από τους καλλιεργητές διότι έβγαλε 400 κιλά ντομάτες από τον κήπο 50 τετραγωνικών (!) κι έτσι, απλόχερα, αύξησε την προσφορά του στο Κοινωνικό Παντοπωλείο στο 20%!
   Θα μπορούσε να δημιουργηθεί κι εδώ δημοτικός λαχανόκηπος ώστε να βοηθηθούν αυτοί οι άνθρωποι, και μάλιστα να μπορούν με αξιοπρέπεια να κερδίζουν μόνοι τους τα προς το ζην, χωρίς να υποχρεούνται σε μερικές των περιπτώσεων να ζητιανεύουν το δικαίωμα στη ζωή. Χώροι υπάρχουν, γεωπόνοι υπάρχουν, νερό υπάρχει, σπόροι υπάρχουν. Θέληση, από μεριάς του Δήμου, υπάρχει;

 (Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Στις λεπτομέρειες…



                                                                             Jan Vermeer

   Στάθηκε για λίγο σκεφτική στην εξώπορτα του σπιτιού. Πόσες και πόσες φορές την είχε διαβεί αυτήν την πόρτα! Εκατοντάδες φορές τα τελευταία χρόνια. Και να που τώρα μέτραγε τις τελευταίες…
   Σκέφτηκε με θλίψη πως, τελικά, χειρότερο κι απ’ το να χάσει κανείς δικούς του ανθρώπους, είναι να μην βρίσκει χρόνο να τους θρηνήσει. Τουλάχιστον, όχι όταν πρέπει, όταν έχει ανάγκη να κλάψει, να ξεσπάσει.
   Υπομένεις στωικά το μαρτύριο, να περάσει η μπόρα, κάνοντας παράλληλα κι όλα αυτά που πρέπει για την ταφή, άχαρες αλλά απαραίτητες γραφειοκρατικές διαδικασίες, καθώς επίσης να δώσεις κουράγιο σε αυτούς που έχουν περισσότερη ανάγκη, γιατί εσύ πλάστηκες πιο δυνατή. Αντέχεις…
   Αντέχεις, αλλά ξαφνικά, μετά από λίγο καιρό, σε πιάνουν τα κλάματα σε μια ξένη κηδεία, ενός ανθρώπου που δεν γνώριζες καν. Κι απορείς, πού κρυβόταν μέσα σου τόσος πόνος…
   Κουνάει ζωηρά το κεφάλι της, να διώξει τις άσχημες σκέψεις. Έχει πολλή δουλειά να κάνει, ας μην χάνει χρόνο. Μπαίνει πρώτα στην κουζίνα. Τοποθετεί σε κούτες ό,τι βρίσκει. Στέκεται σε ένα ροζ διάφανο πιάτο. Το κοιτάζει κι η μυρωδιά του χαλβά, που σέρβιρε πάντα σε αυτό η γιαγιά της με καμάρι, της έρχεται θαρρείς στη μύτη. Θυμάται τη χαρά της, σαν παιδί, όταν έβλεπε αυτό το γλύκισμα. Χαμογελά. Η επιθυμία να συνεχίσει η ίδια την παράδοση αυτή γεννιέται και γιγαντώνεται σε κλάσματα δευτερολέπτου, θα έχει κι ένα ενθύμιο από κείνη, σκέφτεται και κρατάει το πιάτο στην άκρη. Λεπτομέρειες είναι αυτές που κρατάνε στη μνήμη και την καρδιά μας τα σημαντικότερα της ζωής μας…
   Πακετάρει τα πράγματα του σαλονιού και του καθιστικού. Όσο περνάει η ώρα, τόσο πιο αργές γίνονται οι κινήσεις της. Δεν είναι από την κούραση. Είναι που εσκεμμένα καθυστερεί να μπει στο υπνοδωμάτιο. Τον ιερό χώρο των παππούδων της. Αυτό θα είναι το πιο δύσκολο για κείνη.
   Σταματάει για λίγο, ανάβει τσιγάρο. Θέλει κουράγιο να μπει κανείς εκεί μέσα, να αγγίξει τα πολύ προσωπικά τους πράγματα. Νιώθει σαν να ‘ναι ιεροσυλία. Κι έπειτα, αυτό θα δηλώνει το τέλος, το οριστικό. Ενώ μέχρι τώρα όλο και περίμενε να τους δει μπροστά της, βγαίνοντας ή μπαίνοντας σε κάποιο δωμάτιο. Όλο και περίμενε να ακούσει τη φωνή τους…
   Δεν την παίρνει για άλλη καθυστέρηση. Είναι κάτι που πρέπει να γίνει, αργά ή γρήγορα. Μαζεύει σεντόνια και παπλώματα και τα τοποθετεί προσεκτικά σε κούτες. Ανοίγει την ντουλάπα με τα ρούχα. Ορισμένα ανήκουν σε μακρινές, ξεχασμένες εποχές. Τα αγγίζει. Κάποια από αυτά τα θυμάται φορεμένα. Αναδύουν τη μυρωδιά της γιαγιάς και του παππού αλλά και μια ανεπαίσθητη κλεισούρα. Βρίσκουν κι αυτά τη θέση τους στις κούτες. Θα τα δώσει στο γηροκομείο - επιθυμεί να έχουν, τουλάχιστον αυτά, μια συνέχεια στη ζωή.
   Στα συρτάρια βρίσκει διάφορα πράγματα, άλλα για πέταμα κι άλλα για φύλαγμα, ενθύμια, όπως κάτι παλιά λαχεία του ’80, διπλώματα, η αίτηση σύνδεσης του ηλεκτρικού ρεύματος το έτος 1970, λιγοστά παλιά βιβλία, βεβαιώσεις απ’ τον πόλεμο, για τον οποίο τόσο πολύ ο παππούς ήθελε να της μιλήσει, αλλά δυστυχώς λίγες φορές του ‘δωσε την ευκαιρία. Τι παράξενο!, σκέφτεται, αναβάλλουμε συνεχώς πράγματα για αργότερα, λες κι είμαστε σίγουροι πως θα ζήσουμε για πάντα. Κι όταν το αποφασίζουμε, έχουμε χάσει πια την ευκαιρία… Πόσο μας ξεγελάει η ζωή! Αποφασίζει, στο εξής, να μην αναβάλλει τίποτα.
   Συνεχίζει να ξεσκαρτάρει. Δεν είναι εύκολο, μέσα σε λίγα συρτάρια έχουν στοιβαχτεί οι αναμνήσεις μιας ολάκερης ζωής.
   Μια ολόκληρη ζωή, σκέφτεται με λύπη, και μια ζωή μαζί οι δυο τους. Πώς είναι άραγε να μοιράζεσαι μια ολόκληρη ζωή; Κάποιοι δεν αντέχουν ούτε χρόνο.
   Κάπου εκεί, ανάμεσα στα χαρτιά, στο κομοδίνο της γιαγιάς, βρίσκει ένα πολυκαιρισμένο χαρτάκι. Το ανοίγει προσεκτικά και διαβάζει: «Στην αγαπημένη μου σύζυγο, για τα 34 χρόνια του γάμου μας»…

(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα)

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Σούπερ γούμαν



   Όσο καλή διάθεση κι αν έχει κανείς, όταν ξεκινούν οι ειδήσεις, τη χάνει. Για κείνην, είναι ο εφιάλτης της. Ένας εφιάλτης που όλο τον διώχνει κι όλο επανεμφανίζεται. Με ένα κλικ του τηλεκοντρόλ. Όσο κι αν θέλει να παρακολουθήσει τα γεγονότα που συμβαίνουν στη χώρα της, αλλά κι έξω από αυτή, μέσα σε λίγα λεπτά την πιάνει μια αφόρητη θλίψη που αγγίζει τα όρια της κατάθλιψης. Το μόνο που επιθυμεί από κει και πέρα, είναι να κλείσει την τηλεόραση κι ακόμα – ακόμα να ¨κλείσει¨ και το μυαλό της, που ανυπάκουα συνεχίζει να επεξεργάζεται αυτά που είδε.
   Δεν είναι μόνο που όλα πάνε κατά διαόλου, ειδικά όσον αφορά τα οικονομικά τους θέματα - τα οποία προοιωνίζουν ένα πολύ αβέβαιο και σκληρό μέλλον, κάνοντας τη ραχοκοκαλιά της να ριγεί από τρόμο. Δεν είναι, ακόμα, που βλέπει της πολιτικούς να την εμπαίζουν και να πετάνε ατάκες που δεν θα της έλεγε ούτε ένα πεντάχρονο παιδάκι. Δεν είναι επίσης που βλέπει πως τίποτα δε λειτουργεί σωστά, σε σημείο που και να ήθελε κάποιος να το πετύχει αυτό, δεν θα μπορούσε.
   Είναι και όλα αυτά τα θλιβερά που συμβαίνουν γύρω της, ειδικά από ανθρώπινο χέρι, αλλά και όχι μόνο. Ναι, δυστυχώς, γίνονται σεισμοί, καταποντισμοί, ατυχήματα, περιπτώσεις που δύσκολα προβλέπει κανείς και με αγωνία μετά περιμένει να ακούσει για τους διασωθέντες, και να αναστενάξει με ανακούφιση αν όλα πήγαν καλά και δεν θρηνήσανε θύματα. Ή, να παρακαλέσει από μέσα της «Θεέ μου, όχι άλλο τέτοιο κακό» όταν υπάρχουν θύματα, κι ειδικά όταν ακούει τις λεπτομέρειες της ζωής τους, που τότε τα θύματα δεν είναι πια αριθμοί αλλά γίνονται πρόσωπα, ενίοτε και με ονοματεπώνυμα, όταν τα αναφέρουν. Και τότε δεν ξεφεύγει, την ρίχνει ακόμα πιο βαριά το κακό μαντάτο.
    Εκτός όμως από αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχουν κι άλλες που ίσως και να μπορούσαν να προβλεφθούν, παιδιά που δολοφονούνται -ακόμα και από τους ίδιους τους γονείς τους-, ενήλικες που σκοτώνονται μεταξύ τους σε καυγάδες ή ληστείες ή ερωτικά πάθη, παιδιά που μπαίνουν με θολωμένο μάτι στα σχολεία και πυροβολούν αδιακρίτως, αυτοκτονίες, και τόσα άλλα που της φέρνουν θλίψη και μια βαρύτατη αγωνία για το μέλλον του κόσμου όλου.
   Τα δελτία ειδήσεων έχουν γεμίσει πια από τέτοιου είδους γεγονότα. Σε καθημερινή βάση. Μακάβριες, θλιβερές, ανατριχιαστικές, αποτροπιαστικές ειδήσεις.
   Πράγματι, το μόνο που επιθυμεί από κει και πέρα, είναι να κλείσει την τηλεόραση κι ακόμα – ακόμα να ¨κλείσει¨ και το μυαλό της, που ανυπάκουα συνεχίζει να επεξεργάζεται αυτά που μόλις είδε. Κλείνει τα μάτια και τρίβει το κεφάλι της που πάει να σπάσει απ’ τον πονοκέφαλο.
   Θυμάται τα κινούμενα σχέδια που βλέπει με το γιο της τα μεσημέρια. Όλους αυτούς τους καλούς σούπερ ήρωες σαν τον σούπερμαν, που παλεύουν για το καλό της ανθρωπότητας. Που κατατροπώνουν τους κακούς και σώνουν τους καλούς, ακόμα και την τελευταία στιγμή. Γιατί δεν θα είχε νόημα αν το τέλος δεν ήταν καλό. Κι έτσι όπως δεν της έμεινε πια καμία εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο χέρι και την ανθρώπινη βούληση, αφήνεται να ελπίζει στο χέρι ενός σούπερ ήρωα. Παρόλο που κατά βάθος γνωρίζει ότι είναι ανέφικτο, βρίσκει παρηγοριά σ’ αυτή τη σκέψη.
   «Φαντάσου, σκέφτεται, να μπορούσε αυτό να γίνει πραγματικότητα». Κι όπως είναι κι άνθρωπος πονόψυχος, της καλοσύνης και της προσφοράς, σκέφτεται και το άλλο. «Φαντάσου, να μπορούσα εγώ να γίνω μια σύγχρονη σούπερ γούμαν. Να έχω σούπερ όραση και ακοή, να ακούω και να βλέπω τα πάντα. Να τρέχω σαν σίφουνας μόλις ακούω τη λέξη βοήθεια, να προβλέπω άσχημα συμβάντα και να τα προλαμβάνω, να σώνω τον κόσμο (ακόμα κι αυτούς που δε θέλουν να σωθούν, αλλά που έτσι πρέπει). Φαντάσου πόσο όμορφος θα ήταν ο κόσμος μας, αν υπήρχε κάποιος να τον προσέξει. Φαντάσου…»

 (Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα samiakonvima.blogspot.gr/ την 1η Ιουνίου 2015)

Καθημερινές εικόνες μιας μεγαλούπολης


   Για άλλη μια φορά, για άλλη μια μέρα, το λεωφορείο της γραμμής, το Γ2, πιστό στο ραντεβού του, με μετέφερε στον προορισμό μου. Διαδρομή επιστροφής, Λιοσίων – Άγιοι Ανάργυροι.
   Διαδρομή επιστροφής στο σπίτι, στις δύο παρά το μεσημέρι. Στη στάση, κάθε φορά, κι όσο περιμένω το λεωφορείο μου να έρθει, ανάμεσα στα δεκαπέντε περίπου άλλα λεωφορεία που περνάνε από κει, μπλέκομαι ανάμεσα σε λογιών – λογιών ανθρώπους και συναντώ κάθε καρυδιάς καρύδι.
   Στο πεζοδρόμιο γίνεται το αδιαχώρητο από κόσμο. Είναι που αυτή η στάση εξυπηρετεί πολλά δρομολόγια, πολλές περιοχές. Άνθρωποι (λίγοι ομολογουμένως) ντυμένοι στην τρίχα, μοντελάκια, που λες και βγήκανε από τις σελίδες κάποιου περιοδικού. Τόσο, που καμιά φορά απορείς που χρησιμοποιούνε συγκοινωνία, μαζί με τους “κοινούς” θνητούς, και δεν κυκλοφορούν με τις αμαξάρες τους. Είναι ενδιαφέρον βέβαια το ότι δεν κατευθύνονται στα βόρεια προάστια…
   Άνθρωποι της μικρομεσαίας τάξης, αξιοπρεπείς, με το μετρημένο ντύσιμό τους. Δεν προκαλούν με τα ρούχα ή τη συμπεριφορά τους, είναι σταθερή αξία. Αν και η σταθερότητα της μικρομεσαίας τάξης παραπαίει το τελευταίο διάστημα.
   Υπάρχουν αυτοί που, τους βλέπεις, ανήκουν στα χαμηλά στρώματα, αδύνατοι, καχεκτικοί, με ρούχα ανόμοια, καμπουριασμένους ώμους, να προσμένουν, λες, με μια υποψία παραίτησης, όχι το λεωφορείο, αλλά κάτι που ίσως δεν έρθει ποτέ… Είναι περίεργο το συναίσθημα που σου βγάζουν, συμπόνιας και φόβου μαζί. Φόβου για μια κατάσταση που βρίσκεται πολύ κοντά σου, νιώθεις κατά κάποιον τρόπο την ανάσα της, ακόμα και το άγγιγμά της. Κι αυτό σου προκαλεί ένα τέτοιο ρίγος στη ραχοκοκαλιά, που βιάζεσαι να απομακρυνθείς, να φύγεις, να το βάλεις στα πόδια άρον – άρον, λες και κινδυνεύεις από αυτούς κι όχι από κάτι άλλο…
   Κι είναι τέλος κι αυτοί που ανήκουν σε μια κατηγορία που θα ‘θελες να μην υπάρχει, αλλά δυστυχώς φωνάζει τρανταχτά την παρουσία της, έτσι, για να σου θυμίζει ακόμα περισσότερο πως κάτι δεν πάει καλά στην κοινωνία μας, κάπου έχουν γίνει μοιραία λάθη, κάπου έξω ο κίνδυνος καραδοκεί. Για να μην ησυχάζεις ποτέ από το φόβο, να μην επαναπαύεσαι… Η καρδιά σου λιώνει πραγματικά όταν τους βλέπεις, λιωμένοι κι οι ίδιοι, απομεινάρια ενός εαυτού αλλιώτικου, ζωντανού… Ναρκομανείς, παραπατάνε ή είναι μπαταρισμένοι σε μια γωνιά, πάντως είναι οφθαλμοφανής η κατάστασή τους. Και το πιο τραγικό, είναι αρκετοί…
   Κατεβαίνω απ’ το λεωφορείο πραγματικά κουρασμένη, και δεν είμαι σίγουρη αν είναι σωματική ή ψυχολογική η κούραση αυτή.
   Περπατώ στην οδό Ιθάκης κι από μακριά βλέπω τον κάθετο δρόμο που θα με οδηγήσει σπίτι. Ο δρόμος που διαβαίνω είναι βρώμικος. Πεταμένα χάρτινα καφάσια δεξιά κι αριστερά, σκόρπιες σακούλες με πραμάτεια μέσα. Αγγουράκια τελευταίας διαλογής, ντομάτες χτυπημένες, πατάτες μισοσαπισμένες, μαρούλια αφυδατωμένα κλπ. Είχε λαϊκή σήμερα σε τούτον το δρόμο, όπως καθημερινά έχει σε πολλές συνοικίες, κι οι πωλητές φεύγοντας αφήνουν το τελευταίο και πιο δυσκολοπούλητο εμπόρευμα στο πεζοδρόμιο, για τους απόρους.
   Δειλά - δειλά εμφανίζονται κάποιοι κάτοικοι της γύρω περιοχής. Σκυφτοί, σαν να προσπαθούν να περάσουν απαρατήρητοι. Μαζεύουν από κάτω ό,τι φαγώσιμο μπορεί να τους φανεί χρήσιμο και μετά, πάλι σκυφτοί, γυρνάνε γρήγορα σπίτι τους. Εάν έχουν σπίτι… Παράλληλα, εμφανίζονται κι αυτοί με τα καροτσάκια του σούπερ μάρκετ. Ψάχνουν στα σκουπίδια, όχι μόνο για φαγώσιμα αλλά και για είδη ανακυκλώσιμα.
   Καθημερινός αγώνας επιβίωσης.
   Καθημερινές εικόνες μιας όμορφης αλλά και πληγωμένης Αθήνας.

 (Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα samiakonvima.blogspot.gr/ στις 25 Μαΐου 2015)