Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Μεγάλη Τετάρτη




   Είναι Μεγάλη Τετάρτη. Ανηφορίζω για το νεκροταφείο, με γεμάτα τα χέρια από λουλούδια. Είναι η μέρα τέτοια σήμερα, που το επιβάλλει. Κι είναι η μέρα τέτοια σήμερα, που το κοιμητήριο έχει πάρα πολύ κόσμο. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, σαν να έχουμε δώσει ραντεβού να συναντηθούμε εκεί τη συγκεκριμένη ώρα. Κι έτσι είναι, αν το καλοσκεφτείς, ένα σιωπηλό ραντεβού, που έχει δοθεί εδώ και χρόνια μεταξύ μας. Και πριν από μας ήταν ραντεβού κάποιων άλλων, κι ακόμα πρωτύτερα κάποιων άλλων. Σύμφωνα με τις επιταγές της θρησκείας μας.
   Βρισκόμαστε παρέα με τους αγαπημένους αλλά χαμένους ανθρώπους της ζωής μας, που δεν μπορούνε να μας πούνε πια μια κουβέντα που θα θέλαμε τόσο πολύ να ακούσουμε, ταυτόχρονα όμως παρέα και με τους επισκέπτες. Θα ακούσουμε τη δική τους καλημέρα, θα αντικρίσουμε το δικό τους χαμόγελο, λίγο σφιγμένο λόγω των περιστάσεων, όπως και το δικό μας άλλωστε, μιας κι η πραγματικότητα πονάει ακόμα. Όσα χρόνια κι αν περάσουν.
   Έντονη κινητικότητα. Λάστιχα νερού ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί. Δεν φτάνουν για όλους κι έτσι ο καθένας περιμένει υπομονετικά τη σειρά του, άλλωστε δεν αργούν. Όλοι πλένουν κι ευπρεπίζουν την τελευταία κατοικία των δικών τους ανθρώπων. Μάρμαρα καθαρά και καλογυαλισμένα, λουλούδια -με γλάστρες ή χωρίς- γύρω από το μνήμα, ένα λουλουδένιο στεφάνι περασμένο στο σταυρό.
   Μαγκώνω τις γλάστρες στο πλάι, να μην τις πάρει ο αέρας. Τις ποτίζω. Ανάβω το καντηλάκι της γιαγιάς, ανάβω και το θυμιατό. Καθαρίζω τη φωτογραφία της, αλλά δε φταίει η σκόνη που φαίνεται θολή. Έχει ξεθωριάσει με τα χρόνια. Χρόνια που άλλοτε μου φαίνονταν σαν παραπάνω κι άλλοτε πάλι σαν λίγες μόνο στιγμές. Σαν να με κοροϊδεύει ο χρόνος και να παίζει μαζί μου παιχνίδια…
   «Αχ βρε γιαγιά…», της λέω και είμαι σίγουρη πως καταλαβαίνει τι θέλω να της πω. Μεταξύ μας δεν χρειαζόταν ποτέ να πούμε πολλά. Κι ας είχαμε τις εντάσεις μας πότε – πότε.
   Ψάχνω τριγύρω με το βλέμμα για έναν γνωστό μου κύριο. Τον συναντώ τακτικά εδώ. Κάθε φορά μου λέει, με κούραση και θλίψη στο πρόσωπο, το ίδιο πράγμα: «Ήρθα και σήμερα να της κάνω παρέα, να τα πούμε…». Τον καταλαβαίνω. Και αυτόν και όλους τους άλλους που σιγοψιθυρίζουν πάνω από τους αγαπημένους τους. Μήπως κι εγώ αυτό δεν κάνω;… Πώς να σταματήσει κανείς αυτή τη συνήθεια; Δεν σταματιέται. Όταν μια ολάκερη ζωή έχεις συνηθίσει να έχεις δίπλα σου το σύντροφό σου, και γενικά κάποιον πολύ δικό σου, μαζί στις χαρές και τις λύπες, μαζί σε όλα, ακόμα και στα πιο απλά και καθημερινά, δεν είναι εύκολο το αντίο…
   Καμιά φορά σκέφτομαι πως δεν φτάνει μια ολόκληρη ζωή για να πούμε όλα αυτά που θέλουμε, για να μοιραστούμε την ψυχή μας, με τους δικούς μας ανθρώπους. Κι άλλοτε πάλι, σε άλλες περιστάσεις, πόσο περίεργο, αρκεί μόνο ένα βλέμμα…
   Δεν βλέπω τον γνωστό μου κι έτσι αρχίζω να κατηφορίζω προς την έξοδο. Κοιτάζω τα μνήματα γύρω μου. Έτσι ολάνθιστα όπως είναι, μοιάζουν σαν να φορούν τα γιορτινά τους. Ξεχασμένοι δεν είναι ποτέ αυτοί που αγαπήσαμε, ακόμα κι αν έχουν φύγει, ή, όπως είχα ακούσει κάποτε, όσοι ζουν στη μνήμη μας δεν πεθαίνουν ποτέ.
   Το βλέμμα μου στέκεται σε ένα μνήμα. Δεν βλέπω ποιος είναι, βλέπω όμως μια μεγάλη ζωγραφιά στερεωμένη πίσω από το τζάμι. Σταματώ και την παρατηρώ με προσοχή. Σίγουρα κάποιο παιδί την ζωγράφισε, και ένα παιδί μπορεί, χωρίς λόγια, να πει τα πάντα. Ένα καραβάκι που πλέει σε μια μεγάλη μπλε θάλασσα. Λίγο φουρτουνιασμένη, σαν τις ψυχές μας…
   

(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα samiakonvima.blogspot.gr/ στις 20 Απριλίου 2015)

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Περί συγγραφής


   Με ρωτάνε πολλοί αν αυτά που γράφω είναι αληθινές ιστορίες ή μυθοπλασία. Θα δώσω την ίδια απάντηση που δίνω πάντα. Είναι απόσταγμα αλλά και πάντρεμα αυτών που έχω ακούσει, δει, διαβάσει και τέλος έχω φανταστεί. Κάπως έτσι, εντέλει, δίνω κι ένα στίγμα αυτών που πιστεύω ή με προβληματίζουν.
   Η ζωή είναι γεμάτη εμπειρίες. Κάθε εμπειρία μας δίνει κι ένα μάθημα, και δουλειά μας είναι να το αναγνωρίσουμε και με κριτική σκέψη να του δώσουμε τη θέση που του αξίζει στη ζωή μας. Πηγές γνώσεων επίσης είναι κι όλα αυτά που λαμβάνουμε από το γύρω περιβάλλον. Που είδαμε, ακούσαμε, διαβάσαμε. Αρκεί να είμαστε ανοιχτοί στη γνώση. Τόλμησε να γνωρίζεις, έγραψε κάποτε ο Καντ. Όλα αυτά διαμορφώνουν τις απόψεις μας. Το πώς θα τις αποδώσουμε, ειδικά στη συγγραφή, είναι ένα άλλο θέμα.
   Κάποιοι λένε πως η συγγραφή φαίνεται εύκολη και κάποιοι πως φαντάζει τρομερά δύσκολη. Η αλήθεια μάλλον βρίσκεται κάπου στη μέση, αν και θα τονίσω πως είναι καθαρά υποκειμενικό αυτό. Ακόμα κι εγώ που γράφω συχνά, μερικές φορές δυσκολεύομαι να αποτυπώσω αυτό ακριβώς που θέλω να πω. Χρειάζεται μεγάλη εξάσκηση, υπομονή κι επιμονή και πάλι θα έλεγα πως κανείς χρειάζεται χρόνια για να αγγίξει την τελειότητα. Εξαιρούνται φυσικά οι συγγραφείς που θεωρήθηκαν μεγάλα ταλέντα στην ιστορία, αυτό όμως δε σημαίνει πως πρέπει οι υπόλοιποι να παραιτηθούν από κάθε προσπάθεια. Κι εδώ που τα λέμε, αν το καλοσκεφτούμε, σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής μας, στόχος δε θα έπρεπε να είναι το να γίνουμε καλύτεροι από τους άλλους (γιατί ο καθένας έχει τη δική του προσωπική υπογραφή), αλλά το να γίνουμε καλύτεροι απ’ όσο ήμασταν πρώτα.
   Κάποτε, λοιπόν, ο κάδος αχρήστων γέμιζε μέχρι πάνω, μερικές φορές τον άδειαζα και δυο φορές τη μέρα, από κόλλες μουτζουρωμένες, στις οποίες προσπαθούσα να αποτυπώσω αυτά που ήθελα. (Τώρα πια με τους υπολογιστές γίνεται πιο εύκολη η δουλειά όλων.) Κάποιες φορές πειραματιζόμουν κιόλας, ψάχνοντας να βρω τον καλύτερο τρόπο ή, αν θέλετε, την καλύτερη οπτική γωνία για να αποδώσω σωστότερα το θέμα μου. Όπως κάθε νόμισμα έχει δυο πλευρές, έτσι και κάθε ιστορία μπορεί να έχει πολλές οπτικές γωνίες. Μπορεί να είναι αστείο κάτι, αλλά ταυτόχρονα θλιβερό, μπορεί να έχει ανθρωπιστικό μήνυμα κλπ. Εμείς πρέπει να βρούμε πού θέλουμε να εστιάσουμε και ποιος κατά τη γνώμη μας είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να το κάνουμε αυτό.
   Οι ψυχολόγοι συχνά δίνουν την εξής συμβουλή: να γράφουμε τις σκέψεις μας, ώστε σιγά - σιγά να μπορέσουμε να τις ξεδιαλύνουμε μέσα στο μυαλό μας. Για έναν περίεργο λόγο, πολλές φορές, αλλιώς φαίνονται τα πράγματα όταν τα σκεφτόμαστε κι αλλιώς όταν τα διαβάζουμε, ειδικά όταν είμαστε έντονα προβληματισμένοι και μπερδεμένοι με κάτι. Βλέπουμε λοιπόν το πόσο καλό μπορεί να κάνει σε όλους η γραφή.
   Θυμάμαι τον καθηγητή μου, δημιουργικής γραφής, να μου λέει: «Έγραψες αυτά που είχες στο μυαλό σου; Αυτά που είχες να βγάλεις από μέσα σου; Ωραία, αυτό ήταν το εύκολο κομμάτι. Το δύσκολο είναι να καθίσεις να το χτενίσεις, δηλαδή να το διαβάσεις και να το ξαναδιαβάσεις όσες φορές χρειαστεί, διορθώνοντάς το και διαμορφώνοντάς το στο τελικό αποτέλεσμα που θα ήθελες να έχεις». Κάτι που προϋποθέτει να βάλουμε το συναίσθημα στην άκρη και να δουλέψουμε αντικειμενικά σε ένα κείμενο που ναι μεν είναι δικό μας αλλά που πια πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από αυτό και να το αντιμετωπίσουμε (και κρίνουμε) ως τρίτοι.
   Καταλήγοντας, για να μην μακρηγορώ, αν θέλω να γράψω κάτι σχετικά με την κακοποίηση των ζώων για παράδειγμα, θα χρησιμοποιήσω τα στοιχεία που βρήκα από έρευνα ή που γνωρίζω ήδη (φόλες, κακοί ιδιοκτήτες, έλλειψη ειδικής στέγης κλπ), αλλά θα χρειαστώ και τη μυθοπλασία για να χτίσω μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή.



(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα samiakonvima.blogspot.gr/ στις 13 Απριλίου 2015)

Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Φτερό στον άνεμο


   Πατάω το κουμπί του ανελκυστήρα. Έβδομος όροφος. Αρχίζουμε να ανεβαίνουμε σιγά – σιγά, και μιας κι είναι ¨μακρύς ο δρόμος¨, ¨στενά¨ τα περιθώρια, αρχίζω να παρατηρώ διακριτικά τον κόσμο που βρίσκεται δίπλα μου.
   Συγγενείς ασθενών, ασθενείς, γιατροί. Όλοι με τσιτωμένο πρόσωπο, όπως συνηθίζεται άλλωστε σε τέτοιους χώρους, χώρους νοσοκομείων. Οι γιατροί είναι στο περιβάλλον τους, αλλά πάω στοίχημα ότι κάνω την ίδια σκέψη με όλους τους υπόλοιπους. «Γιατί στο καλό να βρίσκομαι εδώ;…» Όλοι απεχθάνονται τα νοσοκομεία, ακόμα κι εγώ (όταν δεν βρίσκομαι εν ώρα εργασίας, αλλά προκύπτει πρόβλημα υγείας).
   Μου αρέσει να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου, να αλιεύω αισθήματα, να συν –αισθάνομαι, κι αυτό συνεχίζω να κάνω και στο διάδρομο του εβδόμου. Ο θάλαμος που κατευθύνομαι είναι σχεδόν τελευταίος, οπότε περνώ μπροστά απ’ όλους τους άλλους. Διαπιστώνω πως οι περισσότεροι φιλοξενούν γυναίκες ασθενείς. Γιατί άραγε;, σκέφτομαι στιγμιαία.
   Και αμέσως μετά μαλώνω τον εαυτό μου. Θέλει και ρώτημα; Η γυναίκα, απ’ όταν παντρεύεται, αναλαμβάνει πολλούς ρόλους. Σύζυγος, μητέρα, εργαζόμενη, νοικοκυρά. Πολλές φορές δεν ξέρει τι να πρωτοκάνει, γιατί συνήθως όλο το βάρος πέφτει πάνω της. Άγχος, στενοχώριες, αυτά τα ψιλά πραγματάκια που μόνο οι κεραίες μιας γυναίκας πιάνουν… Είναι φυσικό λοιπόν να είναι πιο ευάλωτες στις ασθένειες. Να ¨τσακίζουν¨ πιο εύκολα. Είναι κι από τη φύση τους το αδύναμο/ασθενές φύλο. Έτσι δε λένε;
   Στο μυαλό μου έρχεται μια άσκηση από κάποια σεμινάρια γονέων, στα οποία είχα συμμετάσχει (κι είχα συμμετάσχει σε αρκετά). Μια άσκηση που θα θυμάμαι για όσο ζω. Συμμετείχαμε καμιά δεκαριά χαμογελαστές και πρόσχαρες γυναίκες, οι οποίες μάλιστα κάναμε και πλάκες μεταξύ μας. Γράψαμε σε ένα χαρτάκι, ανώνυμα, τα συναισθήματα που είχαμε εκείνη τη στιγμή και γενικότερα το πώς νιώθαμε. Χαμογελαστές ακόμα, ρίξαμε η κάθε μία το προσωπικό της χαρτάκι μέσα σε μια γυάλα. Και περιμέναμε να διαβαστούν από την υπεύθυνη.
   Θυμός, φόβος, απελπισία, απογοήτευση, ήταν αυτά που κυριαρχούσαν σε όλα τα χαρτάκια. Παγώσαμε. Κοιτάζαμε η μία την άλλη με έκπληξη. Μόνο μία γυναίκα βάζει πάντα τον εαυτό της τελευταίο στη λίστα προτεραιοτήτων της… Εξού και τα καταπιεσμένα συναισθήματα, τα οποία και πάλι, μόνο μία γυναίκα μπορεί να κρύβει τόσο καλά…
   Μπαίνω στο θάλαμο της μητέρας μου και τη βγάζω στο μπαλκόνι για να ξεμουδιάσει, μιας κι η μέρα είναι καλή. Πάνω στο μπαλκόνι πηγαινοέρχονται καμιά δεκαριά περιστέρια. Κάποια μπλέκονται στα πόδια μας, επαίτες (κι αυτά) ενός ψίχουλου ή οτιδήποτε άλλου θα μπορούσε να τα χορτάσει.
   Απολαμβάνουμε τη θέα που, από τον έβδομο όροφο, έχει τη δική της χάρη. Πολύ μακριά φαίνεται η θάλασσα. Ακριβώς μπροστά μας ένας χώρος που καλλιεργούν δενδρύλλια και πιο κάτω η οδός Κατεχάκη.
   Ξαφνικά αντικρίζω ένα λευκό φτερό να αιωρείται. Ένα όμορφο και ντελικάτο φτερό. Ήρθε από ψηλά, ποιος ξέρει πόσο. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω φτερό να πέφτει από τέτοιο ύψος κι έτσι παρακολουθώ την πορεία του. Λικνίζεται απαλά, ανάλογα με τις ανάσες του αέρα.
   Μου θυμίζει, για κάποιο λόγο, την παράσταση μπαλέτου «Λίμνη των Κύκνων», τη μουσική της οποίας έχει γράψει ο Τσαϊκόφσκι. Συγκεκριμένα, μου θυμίζει μπαλαρίνα, ντυμένη κι αυτή στα λευκά ως κύκνος, και τον εξαίσιο χορό της. Έτσι χορεύει, θαρρείς, κι αυτό. Σαν μπαλαρίνα. Πέρα δώθε με απαλές κινήσεις, κι ανά διαστήματα στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του.
   Το χαζεύω για ώρα. Νιώθω όμορφα. Νιώθω γαλήνια.
   «Φτερό στον άνεμο…» ψιθυρίζω.
   «…γυναίκας μοιάζει», συμπληρώνει η μητέρα μου, καθηλωμένη κι εκείνη να το κοιτά.
Σημείωση: Η φράση «Φτερό στον άνεμο, γυναίκας μοιάζει» χρησιμοποιήθηκε σε ελληνική απόδοση άριας, από όπερα του Βέρντι.  La donna è mobile - «Η γυναίκα είναι άστατη», σε αντίθεση με το νόημα που του προσδίδω εγώ.

(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα samiakonvima.blogspot.gr/ στις 6 Απριλίου 2015)

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Μοιραία λάθη


   Ένα από τα πράγματα που μου αρέσουν στην Αθήνα, είναι η ανωνυμία που μπορούμε να διατηρήσουμε. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Μπορούμε ακόμα και να πάμε με τις πυτζάμες μέχρι το περίπτερο, χωρίς να φοβόμαστε μήπως μας κατακρίνει κανείς.
   Ώσπου να φτάσουμε στον προορισμό μας βυθιζόμαστε στις σκέψεις μας, χωρίς να χρειαστεί να μιλήσουμε. Βρισκόμαστε, κατά κάποιον τρόπο, κι όσο περίεργο κι αν ακούγεται, επιτέλους μόνοι με τον εαυτό μας, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε ανάμεσα σε εκατοντάδες ανθρώπους. Κι εγώ το χρειάζομαι πότε – πότε αυτό.
   Μια τέτοια μέρα, μέσα στο Μετρό, εκεί που απολάμβανα αυτή μου την ελευθερία, που είχα αφήσει τη σκέψη μου να καλπάζει σαν άγριο άλογο και να χάνεται σε απάτητες περιοχές, ήρθε ένα ζευγάρι και κάθισε απέναντί μου.
   Η κοπέλα μου τράβηξε την προσοχή. Φορούσε σκουλαρίκι στη μύτη, στο φρύδι, στα σαρκώδη χείλη της και καμιά δεκαριά στα αυτιά. Το μαλλί της κατάμαυρο, από αυτά τα εντυπωσιακά μαύρα που δένουν απόλυτα με το κατάλευκο δέρμα, σαν το δικό της. Όχι σγουρό, αλλά φουντωτό και μακρύ. Τα μάτια της τεράστια, αναδείκνυαν περισσότερο το όμορφο πρόσωπό της. Είχε τραβήξει με μολύβι μια μεγάλη γραμμή στο πλάι τους (ήταν και το μόνο ίχνος μακιγιάζ) και μου θύμισαν έντονα τα μάτια της Κλεοπάτρας, όπως συνήθως την βλέπουμε στις ταινίες. Στα δάχτυλά της φορούσε επίσης μια χούφτα δαχτυλίδια.
   Ήταν ψηλή, αδύνατη κι εντυπωσιακή. Το πολύ 25 χρόνων. Και παρά το γεγονός ότι ήταν φορτωμένη με ένα σωρό στολίδια, κάτι που πολλές φορές απωθεί παρά ελκύει, ίσως ήταν η ομορφότερη κοπέλα που είχα δει εδώ και πολύ καιρό. Από αυτές που σκέφτεσαι πως ο Θεός πρέπει να είχε μεγάλα κέφια όταν τις έπλασε. Από αυτές που σταματάς για να τις χαζέψεις, ακόμα κι αν είσαι γυναίκα. Από αυτές που λίγο, στο βάθος, ζηλεύεις, κι εύχεσαι να ήσουν κι εσύ έτσι - και δε θα ‘θελες τίποτα άλλο…
   Μια τέτοια γυναίκα δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από έναν όμορφο άντρα, σκέφτηκα, κι έστρεψα το βλέμμα μου πάνω του. Και τότε εντόπισα κάτι περίεργο. Κάτι κοινό μεταξύ των δύο. Τα μάτια τους ήταν γλαρωμένα, σαν να είχαν μόλις ξυπνήσει. Ίσως και παραπάνω από αυτό.
   Εστίασα την προσοχή μου στη συζήτησή τους. Μετά βίας άρθρωναν προτάσεις με νόημα. Άφηναν κενά, μπέρδευαν λέξεις. Σαν να μιλούσαν δυο τρίχρονα παιδιά. Μιλούσαν για κάποιον φίλο τους ο οποίος είχε πεθάνει από ναρκωτικά…
   Δε χρειάζεται να ξέρεις πολλά, στην Αθήνα συνηθίζεις σε τέτοιες εικόνες, τους αναγνωρίζεις σύντομα ή σχετικά σύντομα.
   Θυμήθηκα αμέσως την πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τέτοιες καταστάσεις. Περνούσα από την Ομόνοια, στα δεκαεφτά μου, και σε ένα παγκάκι, σε κοινή θέα, αντίκρισα μια κοπέλα να καρφώνει τη σύριγγα στο χέρι της. Έτρεξα να φύγω, τότε, σαν να με κυνηγούσε ο διάολος…
   Αυτή τη φορά δεν ένιωσα την ανάγκη να φύγω.
   Αναρωτήθηκα ποια μάνα έχασε το αγγελούδι της, λυπήθηκα με τον πόνο που θα κουβαλούσε στην ψυχή της. Ένιωσα να την συμπονώ. Άσχημο πράγμα να μεγαλώνεις παιδί, με τόσα όνειρα που ξαφνικά γίνονται στάχτες…
   Ξανακοίταξα την κοπέλα. Ποια απωθημένα την οδήγησαν σε αυτό το σημείο άραγε; Ποιες καταστάσεις; Ήταν πράγματι αρκετές για να ξεπεράσει τα όρια; Δύσκολο να καταλήξεις στο τι ή ποιος φταίει, σε τέτοιες περιπτώσεις.
   Ήθελα να της πιάσω τα χέρια τρυφερά και να τη ρωτήσω: «Κορίτσι μου, ξέρεις πόσο όμορφη είσαι; Πόσο αξιοζήλευτη γι’ αυτό σου το προσόν; Ξέρεις πόσο υπέροχη θα ήταν η ζωή σου, αν διάλεγες άλλο μονοπάτι;».
   Πόσα πράγματα στη ζωή μας κάνουμε λάθος, μόνο και μόνο επειδή δεν έχουμε αυτογνωσία…

«Αντιλαμβάνομαι σήμερα πως τίποτα στον κόσμο δεν είναι τόσο δυσάρεστο για έναν άνθρωπο από το να πάρει το μονοπάτι που οδηγεί στον εαυτό του.» Έσσε Έρμαν


(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα samiakonvima.blogspot.gr/ στις 30 Μαρτίου 2015)

Μια άποψη



   Ξυπνάς το πρωί. Κοιτάς έξω από το παράθυρο κι αντικρίζεις μια ηλιόλουστη μέρα, η οποία προμηνύει και μια υπέροχη μέρα στη ζωή σου. Σιγοτραγουδάς καθώς ετοιμάζεσαι και φεύγεις ευδιάθετος.
   Βγαίνεις με το αυτοκίνητο από το χώρο στάθμευσης και κατευθύνεσαι στη δουλειά. Στο δρόμο πέφτεις σε δέκα τουλάχιστον λακκούβες – συνειδητοποιείς ότι το αμορτισέρ δε θα αντέξει για πολύ. Συνοφρυώνεσαι. Λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν.
   Κατεβαίνεις από κάθοδο στον κεντρικό δρόμο, στην παραλιακή. Πρέπει να είσαι ιδιαίτερα προσεκτικός - τα μοναδικά φανάρια της πόλης βρίσκονται σε άλλο σημείο. Λόγω έλλειψης πάρκινγκ (κι όχι μόνο), περήφανοι οδηγοί έχουν παρκάρει κατά μήκος του δρόμου, δίπλα στο πεζοδρόμιο, ενώ απαγορεύεται. Δεν έχεις ορατότητα. Βγαίνεις λίγο παραέξω, κι ακούς φρενάρισμα. Ακολουθεί η όραση. Βλέπεις έναν θυμωμένο οδηγό να σε μουντζώνει. Άντε να του εξηγήσεις πως δεν φταις.
   Αρχίζεις να παίρνεις ανάποδες. Δεν είναι μόνο το χαμόγελο μεταδοτικό, αλλά και τα νεύρα. Τα οποία διογκώνονται καθώς συνειδητοποιείς πως ενώ έχεις ήδη βγει και κλείσει το μισό δρόμο (για να βλέπεις), κανείς μα κανείς δε σε αφήνει να περάσεις. Η ευγένεια σε όλο της το μεγαλείο. Για να συνεχίσουν ακάθεκτοι, περνάνε στο αντίθετο ρεύμα και γίνεται το έλα να δεις.
   Φτάνεις στο περίπτερο κάποια στιγμή και κατεβαίνεις για τσιγάρα. Η χθεσινοβραδινή βροχή έχει γεμίσει τις λακκούβες με λασπωμένο νερό. Δεν προλαβαίνεις να κάνεις ένα βήμα, και όσα αυτοκίνητα περνάνε σε κάνουν μουσκίδι. Καλά, αναρωτιέσαι, αυτοί που αφήσανε τις λακκούβες τόσους μήνες σε αυτήν την κατάσταση είναι μπιπ, αλλά κι οι οδηγοί πόσο μπιπ μπορεί να είναι; Κανείς δε σκέφτηκε να κόψει ταχύτητα; Κανείς;
   Χρειάζεσαι επειγόντως έναν καφέ για να καλμάρουν τα νεύρα. Τον αγοράζεις και πας στη δουλειά. Αδημονείς για την πρώτη γουλιά. Στο διάδρομο τρέχει ένας συνάδελφος και από απροσεξία πέφτει πάνω σου. «Εεεε πρόσεχε!», σου λέει νευριασμένος και εσύ μένεις άναυδος γιατί δεν έφταιγες. Γιατί αντιθέτως περίμενες να ακούσεις μία συγνώμη!
   Τι να του πεις; Στη δουλειά δε χωράνε τσακωμοί. Αν ήσασταν αλλού, θα τον είχες στολίσει κανονικά. Καταπιέζεις τα νεύρα σου, τα οποία όμως δρούνε στον οργανισμό σαν την ακτινοβολία. Συσσωρεύονται.
   Ρίχνεις μια γρήγορη ματιά στα νέα της ημέρας και ανακαλύπτεις ότι έχουν πέσει τοιχία στον περιφερειακό από τη βροχή, άνοιξε ένας δρόμος στα δύο, εργάτες ξανανοίγουν για τρίτη φορά τον εμπορικό δρόμο, η τουριστική σαιζόν προβλέπεται να χαθεί και φέτος λόγω έργων παραλιακής. (Ξανά) Φουντώνεις. Τίποτα δεν πάει σωστά σε αυτήν την πόλη; Σε αυτό το νησί; Σε αυτή τη χώρα;
   Ανάβοντας το πρώτο τσιγάρο σκέφτεσαι πως πρέπει να το κόψεις. Είναι κίνδυνος θάνατος. Μετά σκέφτεσαι το φίλο σου το Βάγγο που το έκοψε κι είναι μέσα στα νεύρα και τσακώνεται με όλους, οπότε το αναβάλλεις. Παρόλα αυτά, τα δικά σου νεύρα δεν εξαφανίζονται ούτε όταν έχεις φτάσει στο μισό πακέτο.
   Γυρνάς σπίτι το μεσημέρι κι η γυναίκα σου απογοητευμένη σου λέει: «Βρε αγάπη μου, πάλι στραβά την έδεσες τη γραβάτα;». Αυτό ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Αρχίζεις τις φωνές και σε ακούει όλη η γειτονιά. Κατά βάθος, ΑΝ κάτσεις να το σκεφτείς κι αφήσεις εγωισμούς στην άκρη, ξέρεις πως δεν σου είπε τίποτα κακό η άμοιρη γυναίκα. Συνήθως οι δικοί μας άνθρωποι δεν έχουν ποτέ πρόθεση να πούνε κάτι κακό. Να σου επιστήσει την προσοχή ήθελε μόνο.
   Αστείο; Χμ… Πρόκειται για περιστατικά που συμβαίνουν καθημερινά πια, κι αν  τα δούμε ομαδικά κι όχι μεμονωμένα, θα καταλάβουμε πως πρέπει να μας προβληματίζουν.
   Έχουμε γίνει ευερέθιστοι, χειρότεροι κι από το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου. Τσακωνόμαστε μεταξύ μας, ακόμα και χρόνια φίλοι (δεν αναφέρομαι στους γεννημένους καβγατζήδες). Χωρίζουν άνθρωποι που δεν θα περίμενες ΠΟΤΕ. Γνωστοί και φίλοι, θέλουν να φύγουν.
   Και μετά μου λες πως το σύστημα δεν σε αλλάζει, δεν σε αλλοιώνει. Εσένα και τη ζωή σου...
   Θα το αφήσουμε; Ή θα το αλλάξουμε εμείς;

(Δημοσιευμένο στην εφημερίδα Σαμιακόν Βήμα samiakonvima.blogspot.gr/ στις 23 Μαρτίου 2015)